Σκουριά και Χρυσάφι έχουμε μέσα μας όλοι – Μια συζήτηση με τη Μαίρη Κόντζογλου

Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου

 

Χθες το απόγευμα είχα την ευκαιρία να συναντήσω τη Μαίρη Κόντζογλου και μια παρέα αναγνωστών – δημοσιογράφων – βιβλιοκριτικών στο αίθριο του Πολυχώρου Μεταίχμιο. Η διευθύντρια επικοινωνίας του Μεταίχμιου, Ντόρα Τσακνάκη, μας υποδέχθηκε με καφέ, χυμό, μπισκότα και απόσταση, ένεκα των ημερών. Φορώντας τις μάσκες μας και την καλή μας διάθεση, ο Γρηγόρης Δανιήλ του thebook.gr, ο Πάνος Τουρλής του vivliokritikes.com, η Βικτωρία Αλεξίου του B For Books, η Εύα Νάτση του Βιβλίο της παρέας και η αφεντιά μου, «ανακρίναμε» τη συγγραφέα σχετικά με τη διλογία της «Σκουριά και Χρυσάφι» και το έργο της γενικότερα.

Η Μαίρη Κόντζογλου είναι γνωστή στο κοινό, καθώς τα βιβλία της κυκλοφορούν εδώ και χρόνια και έχουν αγαπηθεί από γυναίκες και άντρες αναγνώστες με χιλιάδες πωλήσεις. Είναι από αυτούς τους συγγραφείς που έχουν δική τους γραφή και ταυτότητα. Είναι δύσκολο να διαβάσεις βιβλίο της και να σου φανεί κάτι ξένο. Θα αναγνωρίσεις κάπου μέσα στις αράδες του την ίδια συγγραφέα που σε ταξίδεψε και άλλες φορές.

Όπως χαρακτηριστικά είπε και ο Γρηγόρης Δανιήλ «ξεκλειδώνει τις ιστορίες και ουσιαστικά χυτεύει τις προτάσεις με τις σωστές λέξεις», πόσο μου άρεσαν τα λόγια του! Συμφωνώ απόλυτα μαζί του. Ο τρόπος γραφής της είναι μοναδικός. Δίνει ζωή στις λέξεις που χρησιμοποιεί, καθώς έχουν το σκοπό τους. Θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Γρηγόρη για να καταλάβετε τι εννοώ, γιατί είναι πολύ χαρακτηριστικό: «…βλέπει τις άηχες λέξεις να πέφτουν βαριές στο πάτωμα, να αναπηδούν και όλο χάρη να τρυπούν στο τζάκι και να το σκάνε απ’ την καμινάδα». Το απόσπασμα αναφέρεται στο πρώτο βιβλίο, όταν ο Αγγελής Βαμβακάς διαβάζει το γράμμα της βασίλισσας Αμαλίας που καλεί την Αυγουστίνα στο παλάτι. Σε ερώτηση για το πόσο εύκολα βγαίνουν τόσο όμορφες εκφράσεις η συγγραφέας απαντά: «Τη στιγμή που γράφω το ζω αυτό που γράφω… Ζω με εικόνες την ώρα που γράφω. Είδα τις λέξεις να πέφτουν και να φεύγουν και δεν είναι καμία λέξη τυχαία. Δηλαδή, όλο αυτό που συμβαίνει φεύγει. Δεν μπορεί να μείνει εκεί μέσα, δεν το αντέχουνε συναισθηματικά αυτό. Να της πάρουν την κόρη στο παλάτι.» και συνεχίζει «Στην πλειοψηφία, πάντα η πρώτη μου γραφή είναι καλύτερη. Δηλαδή όταν δοκιμάζω άλλα καταλήγω στην πρώτη γραμμή, στην πιο αυθόρμητη.»

Η διλογία είναι βασισμένη στην ιστορία της οικογένειας Μεταξά, της γνωστής ποτοποιίας. Την εποχή που η ίδια συνεργαζόταν με τις Εκδόσεις Λιβάνη ακόμα, η Γι’ωτα Λιβάνη της είχε δώσει ένα τραπεζικό λεύκωμα και την ιδέα να γράψει την ιστορία της οικογένειας Μεταξά, καθώς της είχε αρέσει η γραφή της. Το είχε στο μυαλό της χρόνια και το τριβέλιζε ενώ δούλευε σε άλλα βιβλία. Τελικά, η ιδέα προχώρησε σε έρευνα αργότερα, με κίνητρο όχι να γράψει την ιστορία της οικογένειας Μεταξά, αλλά περισσότερο να δει το κοινωνιολογικό κομμάτι της ιστορίας της χώρας.

Οι ομοιότητες είναι ελάχιστες. Πραγματικά ο Αγγελής (Μεταξάς) είναι από τα Ψαρά, διασωθείς της καταστροφής. Πραγματικά πήγε στη Χαλκίδα, έκανε δύο γάμους, έκανε δώδεκα παιδιά κι εκεί τελειώνει η ομοιότητα με την πραγματική ιστορία. Έπειτα λαμβάνει τα ηνία ο μύθος. Κάνοντας την έρευνα της εποχής, με την οποία ήθελε να είναι συνεπής, άρχισε να δημιουργεί τους χαρακτήρες της. Είχε αρχίσει ήδη να γράφει ότι ο Αγγελής είναι σκλάβος, είναι επαναστάτης, γίνεται εργάτης της γης, ούτε καν κάτοχος, γίνεται μικροέμπορος, μετά μεγαλέμπορος με τα δεδομένα της Χαλκίδας, και ο γιος του γίνεται βιομήχανος. Είδε έτσι πως σχηματίστηκε η αστική τάξη στην Ελλάδα και από την έρευνά της είδε ότι όντως η αστική τάξη στην Ελλάδα δημιουργήθηκε από τους πλούσιους εμπόρους, βιομηχάνους και εφοπλιστές που εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά και έφεραν μαζί τους χρήμα που βοήθησε και το εμπόριο να αναπτυχθεί και να μεταμορφωθεί το λιμάνι του Πειραιά, από Οθωμανικό σε Ελληνικό και αργότερα σε διεθνές, όπως και το εμπόριο που εξυπηρετούσε.

Ένα ακόμα στοιχείο που την απασχόλησε στα συγκεκριμένα βιβλία, αλλά και σε όλα της τα βιβλία, είναι η θέση της γυναίκας. Η μοίρα μιας γυναίκας της εποχής ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ίδια έδωσε την ευκαιρία στην ηρωίδα της την Αυγουστίνα να μορφωθεί. Ο ρόλος της σαν δεσποινίδα επί των τιμών, της έδωσε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το αρχαιοελληνικό πνεύμα και έργο, έμαθε ξένες γλώσσες και ήρθε σε επαφή με ανθρώπους από διαφορετικές τάξεις και χώρες. Στο παλάτι μαθαίνει πως ακόμα και το πιο άνοστο φαγητό αν το σερβίρεις σε ένα όμορφο ασημένιο πιάτο, θα φανεί καλό. Έτσι λοιπόν αργότερα, όταν δημιουργείται το ποτό, αρχίζει να ασχολείται με την επικοινωνία του προϊόντος. Ο αδερφός της το παράγει και αυτή το βγάζει προς τα έξω. Κάνει πολλά άλματα σε σχέση με τις γυναίκες της εποχής της. Από την άλλη όμως είναι έρμαιο της γυναικείας της φύσης και πολλά πράγματα δεν της επιτρέπονται. Παράλληλα της δίνει την ελευθερία να τολμήσει, να πράξει όπως εκείνη αποφασίσει, δεχόμενη όμως τις συνέπειες των πράξεών της.

Ο Αντώνης, ο ετεροθαλής αδερφός της Αυγουστίνας και ο συνεχιστής του ονείρου του πατέρα του, είναι αυτός που πήρε τη λιγότερη αγάπη από όλα τα παιδιά του Αγγελή αλλά έδωσε όση περισσότερη μπορούσε, σε σχέση με τα δικά του δεδομένα. Πάντα αγαπούσε την οικογένειά του και βοήθησε τα αδέρφια του όταν εκείνα τον χρειάστηκαν τηρώντας τα ιδανικά της οικογένειάς τους, όμως δεν τους αγάπησε όλους το ίδιο. Η αδερφή του πήρε περισσότερη αγάπη από τους υπόλοιπους, καθώς οι δυο τους ήταν δεμένοι από μικροί, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους. Και η αγάπη αυτή φαίνεται περισσότερο στο δεύτερο βιβλίο.

«Όλοι οι ήρωές μου είναι σκουριά και χρυσάφι τελικά. Όλοι έχουν και καλά στοιχεία και κακά στοιχεία. Αυτό το πιστεύω απόλυτα και για τους ανθρώπους. Αντιπαθώ τα βιβλία που υπάρχει καλός και κακός.»

Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή τη διλογία και περισσότερο οι τίτλοι και τα ονόματα. «Σκουριά και χρυσάφι» είναι το χρώμα του ποτού αλλά και τα καλά και άσχημα στοιχεία, οι χαρές, οι δυστυχίες. Το «Νεγρεπόντε», είναι το Ενετικό όνομα της Εύβοιας, που θα πει «Μαύρη Γέφυρα», «Μαύρο πέρασμα» σε ελεύθερη μετάφραση. Είναι το μαύρο πέρασμα του Αγγελή από τα Ψαρά που φτάνει πρόσφυγας σε αυτή την άγνωστη γη. Δηλαδή το άσχημο κομμάτι της ζωής του το φέρνει ως εκεί. Το «Πόρτο Λεόνε» σημαίνει το Λιμάνι των Λιονταριών, κατά τους Ενετούς και αντιπροσωπεύει το πως μάχονται σαν λιοντάρια οι ήρωες για να πετύχουν και πως σαν λιοντάρια τρώνε τις σάρκες τους ή τις σάρκες των άλλων.

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τη διλογία αλλά και τη συγγραφέα, τότε σας ενημερώνω ότι την Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020, στις 6 μ.μ., η συγγραφέας Μαίρη Κόντζογλου θα συνομιλήσει με τη φιλόλογο, θεατρική συγγραφέα Χαρούλα Αποστολίδου ζωντανά από το κανάλι YouTube και τη σελίδα Facebook της αλυσίδας πολιτισμού IANOS

 

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Leave a Reply / Αφήστε ένα σχόλιο

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.