Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Δεν ξέρω αν κάνω καλά που ξεκινάω με αυτό το σχόλιο, αλλά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, πλάνταξα στο κλάμα!
Πόσες φορές δεν έχω συζητήσει με φίλους, γνωστούς, οικογένεια, για το πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνει κανείς και να χάνει τον εαυτό του, την ίδια του την υπόσταση. Και δε μιλάμε μόνο για τις περιπτώσεις βαριάς άνοιας, αλλά ακόμα και για τους περιορισμούς της ηλικίας, της κίνησης και τελικά και της αυτονομίας. Για τη μοναξιά που υπάρχει και για την αξία που χάνεται. Να μην μπορείς να πάρεις μόνος σου μια απόφαση.
Ο Μπου είναι ένας ηλικιωμένος άντρας που ζει μόνος του στο σπίτι του στη Νόρλαντ. Παλιότερα ζούσε εκεί με τη γυναίκα του και πιο παλιά, μαζί τους ζούσε κι ο γιος τους ο Χανς. Όμως, ο Χανς μεγάλωσε, πήγε να σπουδάσει, έκανε οικογένεια και μένει σε ένα δικό του σπίτι εδώ και χρόνια. Και καθώς ο καιρός περνούσε, η γυναίκα του Μπου άρχισε να ξεχνάει κάθε μέρα και πιο πολύ, μέχρι που έπρεπε να μεταφερθεί κάπου που θα είχε τη φροντίδα που χρειαζόταν. Έτσι ο Μπου έμεινε μόνος του, παρέα με τον σκύλο του τον Σίξτεν. Όμως κι αυτός χρειάζεται βοήθεια πλέον κι έτσι δέχεται τις επισκέψεις του προσωπικού της Βοήθειας στο σπίτι.
Τις ώρες της μοναξιάς του, ο Μπου, αναλογίζεται το παρελθόν. Προσπαθεί να φτιάξει τη σχέση του με το γιο του, γιατί νιώθει πως έχουν απομακρυνθεί, πως εκείνος πλέον δεν τον καταλαβαίνει και πως δεν δίνει σημασία στα θέλω και τα πιστεύω του. Όσο είχε κοντά του τη σύζυγό του, μπορούσε να βασιστεί σε εκείνη για να υπάρξει μια ισορροπία ανάμεσα σε πατέρα και γιο. Όμως νιώθει ότι πλέον δυσκολεύεται να κρατήσει αυτή την ισορροπία και φοβάται μήπως έχει γίνει σαν τον πατέρα του. Πρέπει να προλάβει να δείξει στο γιο του ότι τον αγαπάει.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που μας δίνει μια εικόνα από το μέλλον, το πως θα μπορούσαμε κι εμείς να είμαστε στα 89 μας χρόνια, ή περίπου εκεί. Ο ήρωάς μας γνωρίζει πως δεν του μένει πολύς χρόνος, όμως θέλει να τον περάσει παρέα με τον αγαπημένο του σκύλο. Κι ενώ ξέρει πως δεν μπορεί να τον βγάζει τις μακρινές βόλτες που χρειάζεται, είναι γι’ αυτόν μια παρηγοριά, μια ελπίδα να ζήσει λίγο ακόμα.
Για όλους εμάς που δεν έχουμε άμεση επαφή με το θέμα, ή που δεν βρισκόμαστε κοντά σ’ αυτή την ηλικία, είναι μάλλον δύσκολο να αντιληφθούμε τις δυσκολίες που περνάει ένας άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση. Που δεν μπορεί να κινηθεί μόνος του, να αυτοεξυπηρετηθεί, να πει τη γνώμη του και να ακουστεί, γιατί οι άλλοι μπορεί να «ξέρουν καλύτερα». Κι επίσης είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε την ανάγκη να προλάβει να πει όσα θέλει, και ταυτόχρονα να μη βγαίνουν τα λόγια από το στόμα του.
Η συγγραφέας καταφέρνει με εξαιρετικό τρόπο να βάλει τον αναγνώστη στη θέση του Μπου. Να νιώσει τις σκέψεις του, να κάνει τη σύνδεση με το παρελθόν ενώ προσπαθεί να διορθώσει ό,τι θεωρεί στραβό, αλλά και να κατανοήσει την ανάγκη του να μιλάει στον άνθρωπό του που τον έχει πια χάσει, παρ’ όλο που ζει ακόμα.
Ένα συγκινητικό ντεμπούτο που αξίζει να διαβαστεί και που με κάνει να θέλω να διαβάσω κι άλλα δικά της!
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Lisa Ridzen (γεν.1988) κάνει το διδακτορικό της στην κοινωνιολογία. Η έρευνά της αφορά τους κανόνες της αρρενωπότητας στον σουηδικό Βορρά όπου μεγάλωσε και η ίδια και όπου εξακολουθεί να ζει, σε ένα χωριό έξω από το Ostersund. Η συγγραφέας εμπνεύστηκε το βιβλίο όταν ανακάλυψε τις σημειώσεις που άφησε στην οικογένεια η ομάδα φροντιστών του παππού της στο τέλος της ζωής του. Άρχισε να το γράφει ενώ φοιτούσε στην Ακαδημία Συγγραφέων Langholmen. Αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο.

