Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Πάνε χρόνια από την πρώτη φορά που διάβασα κάποιο βιβλίο της αγαπημένης Jane Austen. Από τότε, όταν βρω την ευκαιρία, διαβάζω και πάλι κάποιο δικό της και επιστρέφω στην αγαπημένη γραφή. Όπως όλοι οι συγγραφείς, έτσι και η Austen έχει κάποια πιο δυνατά και κάποια πιο αδύναμα βιβλία, κάποια που έχουν αγαπηθεί περισσότερο και άλλα που δεν είναι τόσο δημοφιλή. Είχε πάντα όμως τη δική της οπτική των πραγμάτων και πάντα έμενε πιστή σε αυτή! Στο συγκεκριμένο βιβλίο μας δίνει μια από τις πιο γοητευτικές και ανάλαφρες ιστορίες της, ένα μυθιστόρημα που παίζει με τις προσδοκίες του αναγνώστη και σατιρίζει τα λογοτεχνικά ρομάντζα και τα γοτθικά μυστήρια της εποχής της.
Στο κέντρο όλων βρίσκεται η Κάθριν Μόρλαντ, μια ηρωίδα τόσο αθώα όσο και περίεργη, που μεγαλώνει έχοντας ως μοναδική επαφή με «επικίνδυνες περιπέτειες» τα βιβλία που καταβροχθίζει. Κι όταν της δίνεται η ευκαιρία να βρεθεί στο Μπαθ, ένας κόσμος κοινωνικών χορών, γνωριμιών και μικρών δράματα ανοίγεται μπροστά της.
Το Μπαθ, με τις κοινωνικές του συναντήσεις, τους χορούς και τις νέες γνωριμίες, λειτουργεί σαν ένα μικρό εργαστήριο ενηλικίωσης. Εκεί η Κάθριν θα μάθει ότι όλα όσα λάμπουν δεν είναι χρυσός, ότι οι φίλες που μιλούν ασταμάτητα δεν είναι πάντα οι πιο ειλικρινείς, και ότι ο κόσμος είναι κάπως πιο σύνθετος από τις σελίδες των μυθιστορημάτων που αγαπά. Και έπειτα έρχεται το ίδιο το Αβαείο. Ατμοσφαιρικό, τεράστιο, με δωμάτια που η φαντασία της Κάθριν μεταμορφώνει σε σκηνικά τρόμου. Βοήθησε λίγο και ο Χένρι Τίλνι ώστε να οδηγηθεί η φαντασία της εκεί, εδώ που τα λέμε! Είναι σχεδόν αδύνατο να μη χαμογελάσει κανείς καθώς η Austen σχολιάζει, με κομψή σάτιρα, την τάση μας να βλέπουμε δράματα εκεί έξω απ’ όπου ίσως λείπουν εντελώς.
Αυτό που πάντα με συγκινεί στο βιβλίο είναι πόσο ανθρώπινο είναι. Πίσω από το παιχνίδι με τα γοτθικά μοτίβα, πίσω από την κοινωνική σάτιρα και τη λεπτή ειρωνεία, κρύβεται μια ιστορία ωρίμανσης. Η Κάθριν κάνει λάθη, παρασύρεται, αλλά στο τέλος βρίσκει τον δρόμο της και μαζί του βρίσκει και τον Χένρι Τίλνι, έναν ήρωα με χιούμορ, ευγένεια και μια απροσποίητη καλοσύνη που σπάνια συναντάς στη λογοτεχνία της εποχής.
«Το Αβαείο του Νορθάνγκερ» είναι ιδανικό για όσους αγαπούν τη γραφή της Austen, για αναγνώστες που απολαμβάνουν ρομαντισμό με γερή δόση χιούμορ, αλλά και για όσους θέλουν να γνωρίσουν τη συγγραφέα μέσα από ένα από τα πιο προσιτά και ανάλαφρα έργα της. Είναι μια ιστορία που διαβάζεται με χαμόγελο, αναδεικνύοντας την ικανότητα της Austen να παίζει με την αφήγηση, να ειρωνεύεται τα λογοτεχνικά μοτίβα της εποχής της και να δημιουργεί χαρακτήρες που μένουν αξέχαστοι.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Τζέιν Ώστεν γεννήθηκε το 1775 στο Στίβεντον του Χαμσάιρ, και ήταν η έβδομη από τα οχτώ παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της, ο αιδεσιμότατος Τζορτζ Ώστιν, ήταν πολυμαθής και καλλιεργημένος, και η Τζέιν μορφώθηκε κυρίως στο σπίτι. Διάβαζε ασταμάτητα από παιδί, ιδιαίτερα τα έργα του Φίλντινγκ, του Στερν, του Ρίτσαρντσον και του Σκοτ. Άρχισε να γράφει από πολύ μικρή ηλικία. ‘Εγραψε το “Αγάπη και φιλία” όταν ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών. Ακολούθησε η “Ιστορία της Αγγλίας” στα δεκάξι και το “Μια συλλογή επιστολών” στα δεκαεπτά. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, το 1805, αυτή και η μητέρα της μετακόμισαν στο Σαουθάμπτον, για να εγκατασταθούν τελικά στο Τσότον του Χαμσάιρ το 1809, όπου και έγραψε τα μεγαλύτερα μυθιστορήματά της. Αν και η ίδια έζησε μια πολύ ήσυχη ζωή -δεν παντρεύτηκε ποτέ και σπάνια έβγαινε από το σπίτι- τα έργα της δείχνουν την εκπληκτική της παρατηρητικότητα. Μόνο τέσσερα μυθιστορήματα εκδόθηκαν όσο ζούσε “Λογική και ευαισθησία” (1811), “Περηφάνια και προκατάληψη” (1813), “Μάνσφιλντ Παρκ” (1814) και “Έμμα” (1816) -και όλα εκδόθηκαν ανώνυμα. Σε μια σπάνια έξοδό της από το σπίτι αρρώστησε και πέθανε από τη νόσο του Άντισον το 1817. Δύο ακόμη μυθιστορήματα, το “Πειθώ” και το “Νορθάνγκερ Άμπει” εκδόθηκαν μετά το θάνατό της, το 1818. Το “Σάντιτον”, το μυθιστόρημα που έγραφε όταν πέθανε, εκδόθηκε το 1925.

