Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Δεν έχω διαβάσει κάποιο άλλο βιβλίο της Σεράν, όμως η αλήθεια είναι πως όταν έμαθα για αυτό το βιβλίο, είπα θέλω να το διαβάσω. Έχω μια αδυναμία στις Λατινοαμερικάνικες φωνές, που έχουν συνήθως να πουν πολλά που μπορεί να μην ταυτίζονται ακριβώς με τη δική μας πραγματικότητα ή την καθημερινότητα, αλλά έχουν ένα τρόπο να μιλούν μέσα μου.
«Η ζωή πρέπει να είναι έτσι: μια σταγόνα, μια σταγόνα, μια σταγόνα, και μετά αναρωτιόμαστε πώς συνέβη και είμαστε βρεγμένοι» λέει η Εστέλα κάπου μέσα στο βιβλίο και πόσο δίκιο έχει. Όταν η καθημερινότητα γίνεται συνήθεια, όταν λέμε ψέματα στον ίδιο μας το εαυτό ότι θα αλλάξουμε κάτι στη ζωή μας όμως ποτέ δεν παίρνουμε την απόφαση να το κάνουμε, είναι ακριβώς αυτό που λέει η Εστέλα, σταγόνες, η μία μετά την άλλη προσγειώνονται πάνω μας και πριν καλά καλά το καταλάβουμε έχουν πολλαπλασιαστεί τόσο πολύ που δεν μπορούμε να καταλάβουμε πότε η σταγόνα έγινε βροχή.
Η Εστέλα μιλάει μέσα από ένα κλειδωμένο δωμάτιο. Από την αρχή μας λέει ότι η μικρή πεθαίνει. Αναφέρεται στην κόρη της οικογένειας για την οποία δουλεύει. Όμως δεν μας λέει πώς πεθαίνει. Μας αφηγείται την ιστορία της, και πώς κατέληξε σε εκείνο το κλειδωμένο ανακριτικό δωμάτιο, για να καταλάβουμε τι έχει συμβεί μέσα της αυτά τα επτά χρόνια που δουλεύει για την οικογένεια αυτή, μήπως και καταλάβουμε πώς ζουν κάποιοι άνθρωποι που αναγκάζονται να γίνουν κάποιοι άλλοι για να επιβιώσουν.
Η Εστέλα μεγάλωσε στο Νότο. Ζούσε παρέα με τη μητέρα της στο φτωχικό τους σπίτι όπου δύσκολα τα έβγαζαν πέρα, μέχρι που πήρε την απόφαση να πάει για δουλειά στο Σαντιάγο, σαν εσωτερική οικιακή βοηθός αλλά και νταντά σε ένα σπίτι πλουσίων. Εκεί, πέρα από το να κάνει όλες τις δουλειές με το πρόγραμμα που της είχαν αναθέσει, ανέλαβε και τη φροντίδα του παιδιού που περίμενε η κυρία της, παρ’ όλο που η ίδια δεν είχε κάποια εμπειρία με παιδιά. Σκοπός της ήταν να μαζέψει όσα περισσότερα χρήματα μπορούσε ώστε να γυρίσει πίσω, να κάνει επισκευές στο σπίτι και να ζήσει μια πιο άνετη ζωή με τη μητέρα της. Είχε σκοπό να την επισκεφτεί τα Χριστούγεννα όμως της ζήτησαν να μείνει, και κάπως έτσι τα θέλω της Εστέλα παραγκωνίστηκαν από τα θέλω της οικογένειας. Κι αυτό συνεχίστηκε και για τα επτά χρόνια που δούλευε σε αυτό το σπίτι.
Μέσα από τη διήγηση της Εστέλα η συγγραφέας μιλάει για τις ταξικές συγκρούσεις και τις μεγάλες αντιθέσεις της Χιλής, που όμως συναντά κανείς και σε άλλα μέρη του κόσμου, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις και εργασιακές σχέσεις. Μιλάει για την πικρία που μπορεί να νιώσει κάποιος που χάνει τη ζωή του και τη ζωή των αγαπημένων του προσώπων επειδή φροντίζει κάποιους άλλους που δεν εκτιμούν τα όσα τους δίνει, που τον περιφρονούν, που θεωρούν αυτή τη φροντίδα δεδομένη και που θεωρούν και το ίδιο το άτομο κατώτερό τους. Μιλάει για το πώς η οικιακή βοηθός έγινε αόρατη ουσιαστικά, σαν ένα ακόμα έπιπλο του σπιτιού, κομμάτι της διακόσμησης, με μόνο σκοπό την άνεσή και τη βολή τους, τόσο που δεν συνειδητοποιούν ότι είναι ένας άνθρωπος, που ναι μεν δεν θεωρείται οικογένεια, αλλά που γνωρίζει όλα τους τα μυστικά, αυτά που δεν μπορούν να της κρύψουν αλλά και αυτά που της εξομολογούνται οι ίδιοι, θεωρώντας ότι μιλούν σε ένα χάρτινο πρόσωπο, λες και η Εστέλα είναι ψεύτικη, λες και δεν είναι άνθρωπος, δεν έχει αισθήματα, και μπορούν να της συμπεριφέρονται με τον χειρότερο τρόπο, χωρίς να περιμένουν καμία αντίδραση.
Ένα μυθιστόρημα που μας θυμίζει ότι η αξιοπρέπεια και η ανθρωπιά είναι κάτι που δεν έχει τιμή και που ούτε με όλα τα χρήματα του κόσμου δε θα μπορούσε να αγοραστεί.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Alia Trabucco Zerán είναι Χιλιανή συγγραφέας. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη δημιουργική γραφή στα ισπανικά από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και διδακτορικό δίπλωμα στις ισπανικές και λατινοαμερικανικές σπουδές από το University College London. Το ντεμπούτο της La Resta (The Remainder) ήταν στη βραχεία λίστα για το The Man Booker International Prize 2019.

