Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Η Claire Keegan έχει πλέον μια θέση στους αγαπημένους μου συγγραφείς, μιας και καταφέρνει να κάνει θαύματα χρησιμοποιώντας την μικρή φόρμα και καταφέρνοντας να αναλύσει τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές με τον δικό της μοναδικό τρόπο.
Με γλώσσα απλή αλλά ξεκάθαρη, χωρίς φιοριτούρες, αλλά λέγοντας αυτά που θέλει να πει, η Ιρλανδή συγγραφέας βάζει στο στόχαστρο ένα θέμα κάθε φορά και το ξεγυμνώνει. Αυτή τη φορά ακολουθούμε την πορεία του Κάχαλ καθώς περνάει την τελευταία μέρα στη δουλειά, πριν από ένα τριήμερο που ακολουθεί. Προσπαθεί να αποφύγει όσους μπορεί από τους συναδέλφους του, μέχρι που φεύγει σχεδόν τρέχοντας από τις σκάλες για να μη συναντήσει κάποιον στο ασανσέρ. Δε θα άντεχε να πρέπει να μιλήσει με τους συναδέλφους του που θα τον λυπούνταν, ούτε να απαντήσει στις ερωτήσεις τους, αλλά ούτε και να κάνει ψιλή κουβέντα.
Κανονικά αυτή τη μέρα δε θα πήγαινε στο γραφείο του. Θα ήταν κάπου αλλού, όχι μόνος του, αλλά ανάμεσα σε κόσμο. Θα ήταν η μέρα που θα παντρεύονταν με τη Σαμπίν, τη γυναίκα που γνώρισε πριν δυο χρόνια σε ένα συνέδριο, την πλησίασε και έμαθε ότι μένει κι εκείνη στο Δουβλίνο. Σύντομα οι δυο τους βγήκαν για ένα ποτό, γνωρίστηκαν, έγιναν ζευγάρι. Η Σαμπίν περνούσε κάποια βράδια στο σπίτι του, του μαγείρευε νόστιμα φαγητά και γλυκά, κι αυτός το θεωρούσε μάλλον δεδομένο. Αφού ήταν εκεί και ήξερε να μαγειρεύει, και μάλιστα τόσο ωραία, γιατί όχι; Η ίδια ψώνιζε τα υλικά που χρειαζόταν και μάλιστα είχε καταφέρει να γνωρίσει και κάποιους από τους παραγωγούς στην αγορά της περιοχής του.
Όταν όμως μια μέρα εκείνη ήθελε να φτιάξει μια τάρτα αλλά δεν είχε μαζί της το πορτοφόλι της, της πρότεινε να πληρώσει εκείνος. Έξι ευρώ για μισό κιλό κεράσια του φάνηκαν πολλά. Και το είπε. Δε φάνηκε όμως να τον απασχολεί πόσα πλήρωνε εκείνη όταν προμηθευόταν όσα απαιτούσαν τα νόστιμα φαγητά που του έφτιαχνε. Τον ενοχλούσε όμως που έπρεπε να πλύνουν τα πιάτα και που το ταψί έπρεπε να μουλιάσει όλο το βράδυ και την επόμενη μέρα θα έπρεπε εκείνος να το πλύνει γιατί η Σαμπίν θα ήταν στο δικό της σπίτι.
Το θέμα που πραγματεύεται εδώ η Keegan είναι πολυδιάστατο. Ξεκινάει από την τσιγκουνιά κάποιων ανθρώπων, κυρίως αντρών, που έχουν συνηθίσει να τα βρίσκουν όλα έτοιμα. Όπως ακριβώς τα έβρισκε εκείνος και τα αδέρφια του από τη μητέρα τους, όχι απλά χωρίς να τη βοηθάνε, αλλά σκαρώνοντάς της και φάρσες που την είχαν στα εξήντα της χρόνια να πέφτει στο πάτωμα, μαζί με τις τηγανίτες που τους είχε ετοιμάσει. Μόνο και μόνο για μα γελάσουν εκείνοι και ο πατέρας τους.
Η Keegan μιλάει ουσιαστικά για το πόσο μας καθορίζει το παρελθόν μας, αν εμείς το αφήσουμε να μας καθοδηγεί και πόσα μπορεί να χάσουμε αν δεν ανοίξουμε τα μάτια στο τι δεν πάει καλά με εμάς και πως μπορούμε να το διορθώσουμε. Θα έλεγε κανείς πως το κείμενο αυτό είναι δυσανάλογο με το κείμενο στο οποίο αναφέρεται. Αυτή όμως είναι η «μαγεία» της Keegan. Στα λίγα, τα ελάχιστα που γράφει, λέει πολλά.
Μισογυνισμός, θέση της γυναίκας στην κοινωνία αλλά και στην οικογένεια ή σε μια σχέση γενικότερα, είναι τα βασικά στοιχεία του βιβλίου. Μαζί με αυτά όμως βλέπουμε και πόσοι άλλοι τομείς επηρεάζονται. Όταν πιστεύει κάποιος ότι η γυναίκα στην οποία έκανε πρόταση γάμου θα έπρεπε να μετακομίσει στο σπίτι του παραμένοντας όμως αόρατη, χωρίς έπιπλα, χωρίς προσωπικά αντικείμενα, χωρίς να του διαταράσσει τον προσωπικό χώρο, τότε μάλλον δεν το σκέφτηκε και πολύ καλά όταν έκανε εκείνη την πρόταση. Μόνο που δυστυχώς, όταν θα αντιληφθεί το λάθος του, αν το κάνει ποτέ, τότε θα είναι «Πολύ αργά πια».
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Claire Keegan γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1968. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στο New Yorker, στο Paris Review, και στο Granta και έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες. Το Antarctica (συλλογή διηγημάτων, 1999) κέρδισε το Rooney Prize for Irish Literature και ήταν ένα από τα βιβλία της χρονιάς σύμφωνα με τους Los Angeles Times. Το Walk the Blue Fields (συλλογή διηγημάτων, 2007) κέρδισε το Edge Hill Prize για την καλύτερη συλλογή διηγημάτων. Το Foster (νουβέλα, 2010) κέρδισε το Davy Byrnes Award. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο Μικρά πράγματα σαν κι αυτά κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2021, διαδραματίζεται στη Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και χαρακτηρίστηκε αριστούργημα από τους κριτικούς.

