«Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» από τον William Faulkner #BookReview

Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου

 

Η​‍​‌‍​‍‌ ιστορία της ύβρης, της μνήμης και των σκιών του Νότου συμπιεσμένη σε ένα βιβλίο.

Κάποια κλασικά ή σύγχρονα κλασικά βιβλία, δεν τα «διαβάζεις» απλώς. Τα παλεύεις, τα ζυγίζεις, κάνεις μπρος – πίσω, και ξαναγυρνάς, πάλι. Το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» του William Faulkner είναι ακριβώς ένα τέτοιο έργο. Από εκείνα που ζητούν την πλήρη προσοχή σου — και, τι να κάνουμε, την αποσπούν. Σε τραβούν προς τα μέσα, να κατέβεις στα βάθη της αφήγησης, να σκαλίσεις μόνος σου την αλήθεια κάτω από στρώσεις φωνών, αναμνήσεων, αποσιωπήσεων. Πρώτα χάνεσαι λίγο. Μετά τη βρίσκεις· κάπως έτσι, λέμε τώρα.

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Τόμας Σάτπεν, έναν άντρα που φτάνει στον αμερικανικό Νότο με έναν, και μόνο έναν, σκοπό. Να στήσει τη δική του «δυναστεία». Ο Σάτπεν είναι η ενσάρκωση του ονείρου για κοινωνική άνοδο — και της αλαζονείας που πάει πακέτο, δεν το συζητάμε. Στον πυρήνα του βιβλίου δεν βρίσκεται απλώς η πορεία ενός ανθρώπου. Εκεί κουρνιάζει η ίδια η ψυχή του Νότου. Το παρελθόν της δουλείας, της βίας, της φυλής, και τα φαντάσματα που, ναι, εξακολουθούν να στοιχειώνουν τις επόμενες γενιές. Για να μη γελιόμαστε.

Ο Faulkner δεν αφηγείται με γραμμικό τρόπο — ούτε για αστείο. Η ιστορία του Σάτπεν ξετυλίγεται μέσα από διαφορετικές φωνές και στιγμές στον χρόνο. Ο καθένας θυμάται, ερμηνεύει, ξαναπλάθει τα γεγονότα όπως του ταιριάζει. Το αποτέλεσμα; Ένα μωσαϊκό μνήμης και ενοχής, όπου η αλήθεια, βασικά, δεν είναι ποτέ μία ή μάλλον, φτιάχνεται μέσα από τις ρωγμές της αφήγησης. Είναι μυθιστόρημα που το ζεις περισσότερο απ’ όσο το «κατανοείς», να το πω αλλιώς. Όχι ακριβώς εύκολο. Αλλά μένει.

Η γλώσσα του Faulkner; Απαιτητική, ποιητική, πυκνή. Άλλοτε σε ζαλίζει, άλλοτε σε μαγεύει και συχνά, ναι, και τα δύο μαζί. Οι φράσεις του κυλούν σαν ατελείωτα ποτάμια συνείδησης, σε παρασύρουν και σε αναγκάζουν να κόψεις ταχύτητα, να πάρεις ανάσα. Κι αν αφεθείς σ’ αυτό το ρεύμα, τότε ανακαλύπτεις κάτι πραγματικά μοναδικό: έναν συγγραφέα που δεν γράφει απλώς για τον Νότο, αλλά για την ίδια τη φύση της ανθρώπινης εμπειρίας. Τη φιλοδοξία, την ύβρη, την ανάγκη για λύτρωση.

Το​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» είναι από εκείνα τα βιβλία που σε πιάνουν από τον γιακά από τις πρώτες κιόλας σελίδες, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς πολλά λόγια. Σε ταρακουνάει για να δεις πόσο εύθραυστη είναι η μνήμη και, την ίδια στιγμή, πόσο βαθιά και ξεροκέφαλα, θα έλεγα, μπορούν να μένουν τα τραύματα μιας κοινωνίας. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, ναι, αλλά και μιας χώρας που δεν μπορεί να ξεμπλέξει από το παρελθόν της. Κι όσο προσπαθεί, τόσο βουλιάζει περισσότερο εκεί μέσα. Έτσι είναι, δυστυχώς.

Δεν διαβάζεται εύκολα. Είναι όμως μια εμπειρία που σε αλλάζει λίγο – λίγο. Αν αγαπάς τα βιβλία που σε ξεβολεύουν, που σε βάζουν να σκεφτείς, να αναλύσεις, να συζητήσεις, το έργο του Faulkner θα σου δώσει ακριβώς αυτό και κάτι παραπάνω, πίστεψέ με. Αν πάλι ψάχνεις κάτι «χαλαρό» για τα απογεύματα, άσ’ το για τη στιγμή που θα θες πραγματικά να χαθείς μέσα στη λογοτεχνία. Όχι για ξεκούραση, για βουτιά, κανονική. Και βαθιά.

Στο τέλος, όταν κλείσεις το βιβλίο, δεν θα θυμάσαι απλώς την ιστορία του Σάτπεν. Θα κουβαλάς εκείνο το αίσθημα πως διέσχισες μια ολόκληρη εποχή, μέσα από το βάρος και την ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής, να το πω λίγο ποιητικά. Πιστέψτε με, αυτό μένει.

Ένα κλασικό έργο που ζητά χρόνο και υπομονή μα ανταμείβει όποιον τολμήσει να το γνωρίσει στ’ αλήθεια, όχι στα πεταχτά. Ο Faulkner στήνει έναν κόσμο πυκνό, γεμάτο φωνές, ενοχές και μεγαλείο. Έναν κόσμο που δεν ξεχνιέται εύκολα.

 

Εκδόσεις Gutenberg

 

Λίγα λόγια για το συγγραφέα

Ο Γουίλιαμ Φώκνερ γεννήθηκε -ως William Cuthbert Falkner- στο New Albany κοντά στην Οξφόρδη της Πολιτείας του Μισισιπή το 1897. Παρόλο που ο προπάππος του ήταν συνταγματάρχης και σπουδαία φυσιογνωμία του αμερικανικού Νότου, ο Φώκνερ δεν έγινε δεκτός στο στρατό όταν η Αμερική μπήκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο αργότερα, κατάφερε να καταταγεί στην καναδική και, στη συνέχεια, στη βρετανική βασιλική αεροπορία, και μετά τον πόλεμο φοίτησε για ένα διάστημα στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή. Εγκατέλειψε τις σπουδές του -ήταν, εξάλλου, μετριότατος φοιτητής- και ασχολήθηκε με δουλειές του ποδαριού, ανάμεσά τους ένα βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη και μια μικρή εφημερίδα στη Νέα Ορλεάνη, όπου το 1924 ο φίλος του Φιλ Στόουν φρόντισε να εκδοθεί σε 1.000 αντίτυπα η συλλογή ποιημάτων του “The Marble Faun” (“Ο μαρμάρινος φαύνος”). Στη Νέα Ορλεάνη γνωρίστηκε με έναν κύκλο λογοτεχνών στον οποίο συμμετείχε ο Σέργουντ Άντερσον, που τον ενθάρρυνε να στραφεί στην πεζογραφία, κι έτσι γεννήθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, “Soldiers’ Pay” (“Η πληρωμή του στρατιώτη”), που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Boni and Liveright το 1926. Το 1929 παντρεύτηκε κι έπιασε δουλειά, νυχτερινή βάρδια, στην τροφοδοσία ενός τοπικού ηλεκτρικού σταθμού. Εκείνο το διάστημα, μέσα σε έξι βδομάδες του καλοκαιριού, από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις το πρωί, γεννήθηκε το “As I Lay Dying” (“Καθώς ψυχορραγώ”), που κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη χρονιά (1930). Ακολούθησε το “Sanctuary” (“Άδυτο”, 1931) και κάποια σενάρια για το Χόλυγουντ (μεταξύ των οποίων το “Today we Live” του Χάουαρντ Χωκς, 1933, πάνω σ’ ένα δικό του διήγημα, και αργότερα οι διασκευές του “Μεγάλου ύπνου” του Ρ. Τσάντλερ, στην ομότιτλη μεταφορά με πρωταγωνιστές τον Χ. Μπόγκαρτ και τη Λ. Μπακόλ, καθώς και του “Να έχεις και να μην έχεις” του Χέμινγουεϊ), μια και οι πωλήσεις των βιβλίων του ήταν ασήμαντες. Αν και αναγνωρισμένος συγγραφέας, ο Φώκνερ πέρασε βασανισμένη ζωή βυθισμένος στον αλκοολισμό και την κατάθλιψη. Στον κόσμο του, παρά την επικέντρωση στον αμερικανικό νότο, η αφήγηση προσλαμβάνει οικουμενική σημασία ως στάση απέναντι στο ανθρώπινο πεπρωμένο και σε προβλήματα όπως οι φυλετικές διακρίσεις. Στα σημαντικότερα έργα του, που συχνά χαρακτηρίζονται από πειραματική γραφή, επηρεασμένη από την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, συγκαταλέγονται και τα μυθιστορήματα “Mosquitos” (“Κουνούπια”), 1927, “Sartoris” (“Σαρτόρις”, με αρχικό τίτλο “Flags in the Dust”), 1929, “The Sound and the Fury” (“Η βουή και η μανία”), 1929, “Light in August” (“Φως τον Αύγουστο”), 1932, “Absalom, Absalom!” (“Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!”), 1936, “The Wild Palms” (“Άγρια Φοινικόδενδρα”), 1939, “The Hamlet” (“Το χωριουδάκι” -πρώτο μέρος της τριλογίας των Snope), 1940, “Requiem for a Nun” (“Ρέκβιεμ για μια μοναχή”), 1951, “The Town” (“Η πόλη”), 1957 και “The Mansion” (“Το Μέγαρο”), 1959 -δεύτερο και τρίτο μέρος της τριλογίας των Snope-, “The Reivers” (“Οι κλέφτες”), 1961, καθώς και περισσότερες από 80 συλλογές διηγημάτων. Το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1955 με το National Book Award και με το Pulitzer Prize for fiction (για το μυθιστόρημα “A Fable”), το 1962 με το Χρυσό Μετάλλιο Λογοτεχνίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και -μετά θάνατον- για δεύτερη φορά με το Pulitzer Prize (για το μυθιστόρημα “The Reivers”). Το 1957 έγινε δεκτός από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια ως συγγραφέας διαμονής (writer-in-residence). Στο ίδιο Πανεπιστήμιο δώρισε το 1961 το προσωπικό του αρχείο για τη δημιουργία του William Faulkner Foundation. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στη Byhalia της Βιρτζίνια, το 1962, και τάφηκε στο κοιμητήριο της Οξφόρδης του Μισισιπή, Πολιτείας την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ στη ζωή του.

 

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.