Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Το βιβλίο του Μιχάλη Δαγκλή το είχα δει στα χέρια της Αλεξάνδρας και μου είχε μείνει, γιατί πρόκειται για ένα βιβλίο τρόμου Έλληνα συγγραφέα, κατηγορία από την οποία δεν έχω διαβάσει πολλά βιβλία. Όταν λοιπόν βρέθηκε η ευκαιρία, δεν είπα όχι. Είχα μεγάλη περιέργεια να δω τι περιέχει.
Παρά την παραπλάνηση του οπισθόφυλλου, δεν πρόκειται για μια ανθολογία, αλλά για μια συλλογή πέντε διηγημάτων τρόμου του συγγραφέα. Το πρώτο εξ αυτών, του οποίου τον τίτλο φέρει και το βιβλίο, είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Κρήτη του 1948. Μπορεί να μην τρέφω συμπάθεια για τους ανθρώπους του τζόγου, όμως ο Φώτης μπήκε στην καρδιά μου. Ο χαρακτήρας του, η αγάπη για τη μάνα του και η γενικότερη συμπεριφορά του τον καθιστούν ένα αγαπητό ήρωα. Πρόκειται για μια αρκετά ρεαλιστική ιστορία με δυνατές δόσεις τρόμου και αγωνίας για την έκβαση της διήγησης. Είναι αρκετά μεγάλη ώστε να καταφέρει να περικλείσει μέσα σε 100 σελίδες όλη την ατμόσφαιρα του νησιού και τις προσωπικότητες των ηρώων. Αυτή είναι και η αγαπημένη μου ιστορία από τις πέντε, που φαίνεται η πιο αυθεντική και πιο ευκολοδιάβαστη από όλους. Έπειτα, ο τρόμος προχωράει διαφορετικά.
Η επόμενη ιστορία, «Η νύχτα των νεογνών» αρχίζει να θυμίζει κάτι από τις κλασσικές ιστορίες τρόμου που διαβάζουμε από τους ξένους συγγραφείς, συνδυάζοντας και τις παλιές δοξασίες και τις φολκλορικές ιστορίες της Ελληνικής υπαίθρου. Σαφώς μικρότερη σε μήκος ιστορία από την προηγούμενη, εντούτοις δε χάνει κάτι από την αίγλη της πρώτης. Αν και πρόκειται για μεταγενέστερη εποχή από την πρώτη ιστορία, το πλαίσιο υπολογίζεται γύρω στην πρώτη δεκαετία του 2000, δε δυσκολεύεται ο αναγνώστης να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Άλλωστε αυτό που ενώνει τις ιστορίες, δεν είναι ο χρόνος ή ο τόπος, αλλά το θέμα. Ο τρόμος που κρύβουν μέσα τους. Καλογραμένη και με τα σωστά στοιχεία του μεταφυσικού προκαλεί τα συναισθήματα στα οποία αποσκοπεί, οπότε και κερδίζει το στοίχημα.
Η τρίτη κατά σειρά ιστορία «Ζητείται Φαροφύλακας» που είναι σε έκταση λιγάκι μεγαλύτερη από την πρώτη, δεν δείχνει στοιχεία τρόμου από την αρχή. Πέρα δηλαδή από το φάρο που είναι αποκομμένος σε ένα μικρό μοναχικό νησάκι που η μόνη του επαφή με τη στεριά είναι ο βαρκάρης που το επισκέπτεται πότε πότε για προμήθειες. Ίσως λίγο και η φιγούρα του δύστροπου αλλά καλόψυχου γέρου φαροφύλακα. Ωστόσο, κανένα από τα δύο αυτά στοιχεία δεν προϊδεάζει για το εμπνευσμένο από τον Λάβκραφτ κομμάτι που έρχεται στη συνέχεια και οδηγεί την ιστορία σε τελείως διαφορετικό επίπεδο τρόμου από τις δύο προηγούμενες. Μου αρέσει ο Λαβκραφτ, πάντα με γνώμονα την εποχή που έγραψε τα έργα του και την πρωτοτυπία τους. Εδώ, από ένα σημείο και μετά είχε περάσει σε άλλη διάσταση, που όμως ταίριαζε στο ύφος της ιστορίας και πιστεύω πως το τέλος ήταν το πιο ταιριαστό που θα μπορούσε να έχει.
Η τέταρτη ιστορία με πήγε κοντά στην πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, αν και όχι ακριβώς εκεί. Ο Θεσσαλικός κάμπος και τα ζώα του μου είναι γνωστά, καθώς επίσης και το τι σημαίνουν αυτά τα ζώα για τους μικρούς κτηνοτρόφους. Το σενάριο που δομεί το διήγημα είναι κατά ένα μέρος ρεαλιστικό, καθώς οι ασθένειες αυτές υπήρχαν την εποχή που περιγράφονται, αλλά και τώρα, και ήταν όντως ο φόβος και ο τρόμος όλων των ανθρώπων της υπαίθρου αλλά και πολλών άλλων που έτρωγαν μοσχαρίσιο κρέας μη γνωρίζοντας από που μπορεί να προέρχεται. Αν κάποιος είχε μόνο 2-3 «ζωντανά», μπορούσε από αυτά να ζει μια μικρή οικογένεια, συνδυάζοντας και άλλες δουλειές, όπως κάποιο χωράφι ή κήπο με ζαρζαβατικά. Το να χάσει ένα και μόνο ζώο και να πρέπει να το αναπληρώσει ήταν οικονομικός θάνατος για πολλούς, μιας και το κόστος ήταν δυσβάσταχτο και δύσκολα προχωρούσε κάποιος σε μια τέτοια ενέργεια. Όλα αυτά τα συναισθήματα δίνονται συμπυκνωμένα στις λίγες σελίδες του διηγήματος ωθώντας την εξέλιξη στα κατάλληλα σημεία.
Τέλος «Μια κρυμμένη αλήθεια» στο Πασαλιμάνι του Πειραιά που θυμίζει και πάλι τα λαβκραφτικά κείμενα και την επίδρασή τους στο συγγραφέα. Το μεταφυσικό κάνει την εμφάνισή του κι εδώ, μέσα από ένα θέμα που θυμίζει μάγισσες των αδερφών Γκριμ, εκείνες που έτρωγαν παιδάκια σαν τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ. Ένας συνδυασμός από τα πολύ πρώιμα παιδικά διαβάσματα και από τα κλασσικά γραπτά τρόμου που έρχεται και δένει στον Πειραιά του σήμερα και στη σκιά της νύχτας. Η νύχτα είναι πάντα σύμμαχος του τρόμου και φαίνεται και σχεδόν σε όλες τις προηγούμενες ιστορίες. Εκτός ίσως από την πρώτη, αλλά κι εκεί τα σκοτάδια της θάλασσας παίζουν το ρόλο τους.
Ο Μιχάλης Δαγκλής δίνει ένα εξαιρετικό πρώτο δείγμα δουλειάς και μια υπόσχεση για ακόμα περισσότερα. Χαίρομαι που έχουμε ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα και ανθρώπους που τους στηρίζουν σε αυτή την προσπάθεια. Χαίρομαι επίσης που έχουμε Έλληνες συγγραφείς τρόμου, που γράφουν ιστορίες εμπνευσμένες από τον τόπο μας, ώστε να γίνονται και πιο κατανοητές και πιο εύκολα αποδεκτές από το Ελληνικό κοινό και να μην απορρίπτονται σαν αντιγραφές των ξένων!