Η Αγνή Σιούλα μεγάλωσε και γαλουχήθηκε με τους μύθους της Ελληνικής παράδοσης, τροφοδοτώντας έτσι της φαντασία της και δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για όσα ακολούθησαν στη συνέχεια.
-
Ως συγγραφέας βιβλίων φαντασίας εκπλήσσεστε με όσα συμβαίνουν γύρω μας; Περιμένατε ποτέ ότι θα ζήσουμε σε συνθήκες που μόνο σε βιβλία δυστοπίας αντιμετωπίζαμε;
Όχι μόνο δεν το περίμενα, αλλά είναι η δεύτερη φορά που ένιωσα απροετοίμαστη για μια τόσο ακραία εξέλιξη γεγονότων. Η γενιά μου είχε μια εύκολη νεότητα σε σχέση με την προηγούμενη, αλλά και με την επόμενη γενιά. Έτσι είχα την αφελή και εσφαλμένη εντύπωση ότι μπορούμε να ξεφεύγουμε από τα άσχημα έστω και την τελευταία στιγμή, γιατί -τουλάχιστον για κάποιες χώρες του δυτικού κόσμου- οι πόλεμοι, η δυστυχία και ο τρόμος ανήκαν στο παρελθόν. Νόμιζα πως η ανθρωπότητα που έχει υποστεί τα πάνδεινα, είχε μάθει να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Αμ δε! Μήπως είναι στο χέρι μας; Το πρώτο σοκ το έπαθα με την πτώχευση της Ελλάδας το 2009. Με όλη την αφέλεια της Νεοελληνίδας νόμιζα πως θα τη γλιτώναμε. Το δεύτερο σοκ ήρθε τώρα, με τη διασπορά του Covid-19, την πανδημία, τους θανάτους, τη δυστυχία, την απομόνωση και αυτή την αβάσταχτη αβεβαιότητα για το μέλλον. Διάβαζα για την ισπανική γρίπη του 1918 και την ασιατική του 1957 (που οι ομοιότητες με τη σημερινή πανδημία είναι σοκαριστικές) και θεωρούσα ότι τα έχουμε αφήσει για πάντα πίσω μας. Πλέον θα είμαι περισσότερο έτοιμη και ψύχραιμη σε ό,τι και αν συμβεί.
-Εκτός και αν είναι καμιά zombie apocalypse. Τότε, με συγχωρείτε, αλλά θα κάνω ό,τι και ο παππούς στο διήγημα ‘Άνω Τελώνια’ από το «Εκείνοι που επιστρέφουν»: Θα βάλω σιδεριές σε πόρτες και παράθυρα, και… τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, θα αγοράσω ένα ξίφος, έτσι, για να βρίσκεται… και θα καλέσω τους κληρονόμους μου να καθαρίσουν. -
Πιστεύετε ότι οι εξελίξεις με τον ιό και όσα βιώνουμε αποτελούν μία… νίκη της Λογοτεχνίας του Φανταστικού που έχει λοιδορηθεί;
Δεν το σκέφτομαι έτσι. Οι αδαείς και απαίδευτοι αυτού του κόσμου μπορούν να απαξιώνουν όσο θέλουν τη Λογοτεχνία του Φανταστικού, αλλά η πανδημία είναι ένα βαθύ και δυσίατο έλκος στο κορμί της ανθρωπότητας και στις ψυχές όλων μας, δεν είναι τιμωρία, ούτε νίκη. Εξάλλου, η Φανταστική Λογοτεχνία δεν έχει ανάγκη από σοβαροφανείς αναγνώστες, αλλά από σοβαρούς και αυτοί δε λοιδορούν, διαβάζουν.
-
Πόσο νομίζετε ότι οι σημερινές συνθήκες θα επηρεάσουν σε επίπεδο ιδεών και ύφους τους συγγραφείς;
Υποθέτω ότι θα γραφτούν περισσότερες δυστοπίες απ’ ό,τι θα γράφονταν υπό άλλες συνθήκες –αν και αυτό δεν είναι ούτε βέβαιο, ούτε μετρήσιμο. Υποθέτω ακόμη ότι θα γραφτούν πολλά βιβλία για πανδημίες, θα γίνουν πολλές ταινίες και σειρές με αντίστοιχο θέμα και θα κυκλοφορήσουν περισσότερα simulation games με ιούς και γιατρούς-μαχητές. Θεωρώ όμως ότι όσα ζούμε θα επηρεάσουν πρωτίστως τη θεματολογία της λογοτεχνίας και δευτερευόντως το ύφος. Το ελπίζω, γιατί δεν αντέχω άλλες δυστοπίες με καταθλιπτικό τέλος, έτσι μόνο και μόνο για να πρωτοτυπήσουμε.
-
Οι αναγνώστες θα επηρεαστούν τουλάχιστον ως προς τις προτιμήσεις τους;
Νομίζω πως οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να διαβάζουν πολλά για τη δυστυχία και τα άγχη που ζουν, αλλά γι’ αυτά που δεν ξέρουν ή που δε βιώνουν. Αν το ‘γυρίσουν’ λοιπόν στην ανάγνωση δυστοπιών και ιστοριών με θέμα την πανδημία, αυτές πρέπει να είναι εξαιρετικά πρωτότυπες ή εκφρασμένες με λυρικότερο τρόπο απ’ αυτόν που σκέφτεται και εκφαίνεται ο μέσος άνθρωπος.
-
Θα μπορούσατε να παρομοιάσετε τον ιό με ένα είδος… βρικόλακα όπως αυτούς που περιγράφετε στο μυθιστόρημα «Μαύρα Λιβάδια» (εκδ. Λυκόφως);
Ναι, φυσικά. Υπάρχουν βασικές ομοιότητες ανάμεσα σε έναν ιό και στους βρικόλακες των «Μαύρων Λιβαδιών». Προκαλούν φόβο και αναταραχή. Είναι επιζήμιοι για το κοινωνικό σύνολο και πρέπει να εξαλειφθούν. Δεν είναι συμβιωτικοί γιατί καταστρέφουν τον ξενιστή τους ή καταστρέφονται. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είναι βιώσιμοι, όσο και αν φαίνονται ευπροσάρμοστοι στο περιβάλλον. Αλλά το βασικότερο όλων είναι πως, η ύπαρξή τους καταφέρνει το ακατόρθωτο, γιατί όλη η ανθρωπότητα συσπειρώνεται σε μια μεγάλη μάχη εναντίον τους.
-
Το βιβλίο που συγγράψατε με τον Γιώργο Γιώτσα «Εκείνοι που επιστρέφουν» (εκδ. Λυκόφως) βασίζεται σε μύθους και θρύλους από την ελληνική παράδοση κάτω από μία σύγχρονη οπτική. Εκτιμάτε ότι η ανανέωση της ελληνικής λογοτεχνίας βρίσκεται στις ρίζες μας;
Χαίρομαι πολύ που μου κάνετε αυτή την ερώτηση. Στη χώρα του Ομήρου και του Ησίοδου είναι τουλάχιστον αστείο να ανατρέχουμε σε μύθους του βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης για να εμπνευστούμε. Τι τη χρειάζομαι τη Βαλχάλα και τις Βαλκυρίες όταν έχω την Ομηρική Νέκυια, την κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη και τις Κήρες του Ησίοδου; Δεν έχω ανάγκη τους SkinWalkers για να φοβηθώ, γιατί τρέμω με τα στοιχειά που ίσως να με περιμένουν στους λάκκους και στα σταυροδρόμια μαζί με τις τρομερές Επωπίδες, τις ακόλουθους της ίδιας της σκοτεινής Εκάτης. Και γιατί να κολλήσω με τον Δράκουλα του Stoker, την Καρμίλα του La Fanu, τον Λουί της Rice ή τον Μπιλ της Harris, όταν μπορώ να πάρω τον μύθο του Σαββατιανού ή του Ριχτού και να φτιάξω τους δικούς μου Μανώλη Κορδόπουλο και Αλέξανδρο Γεωργαντά;
-
Και το μυθιστόρημα «Μαύρα λιβάδια» είναι εμπνευσμένο από το έπος του Διγενή Ακρίτα και το ποίημα του Βαλαωρίτη «Βάγιας ο βρικόλακας». Αυτό δείχνει μία συνέπεια στην ενασχόληση με την παράδοση. Να υποθέσουμε ότι θα υπάρξει συνέχεια;
Είναι αλήθεια πως αγαπώ την ελληνική παράδοση και πως αντλώ έμπνευση απ’ αυτή μέσω της αναδημιουργίας, δηλαδή του ξαναγραψίματος με όρους που αφορούν στη σύγχρονη πραγματικότητα. Το ίδιο έκανα και με το πρώτο μου μυθιστόρημα «Έρχονται με την ομίχλη» που ήταν εμπνευσμένο από την παραλογή του νεκρού αδερφού. Το μυθιστόρημα «Μαύρα Λιβάδια», ωστόσο, αποτελεί το μεγαλύτερο και δυσκολότερο στοίχημά μου έως τώρα. Στο κόσμο των «Μαύρων Λιβαδιών» μπήκα με τη βοήθεια ενός ανθρώπου – κλειδιού, συνάντησα βρικόλακες που μοιάζουν με ακρίδες και στρατιώτες που μάχονται απεγνωσμένα για να προφυλάξουν τη Γη και τους οικείους τους. Είδα να εξυφαίνονται συνομωσίες και ίντριγκες και τρόμαξα με τη σκληρότητα των δυνατών. Η καρδιά μου οπλίστηκε απ’ τη δύναμη της φιλίας και τον δίκαιο αγώνα, μαλάκωσε με τον απόλυτο έρωτα και χτύπησε δυνατά με την περιπέτεια και τις μάχες. Γιατί μέχρι σήμερα, τα «Μαύρα Λιβάδια» είναι ό,τι πιο δύσκολο κατέθεσα και το μυθιστόρημα που αγάπησα περισσότερο. Δε θα μείνω όμως σ’ αυτό. Γιατί τελευταία έχω μια έντονη επιθυμία να μετακινηθώ -για λίγο- από την παράδοση προς τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία της χώρας μας. Ίσως κάπου στο 1916. Δε θα σας πω όμως περισσότερα, θα σας αφήσω να μαντέψετε και αν θέλετε να με περιμένετε…
Η Αγνή Σιούλα γεννήθηκε στην Κοζάνη και μεγάλωσε ακούγοντας δημώδη αλλά και αυτοσχέδια παραμύθια απ’ τη γιαγιά και τη μητέρα της. Απ’ την παιδική της ηλικία υπήρξε φανατική αναγνώστρια και σύντομα άρχισε να γράφει και η ίδια. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία και έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διοίκηση. Κατοικεί με την οικογένειά της σε ένα μικρό χωριό του νομού Σερρών και εργάζεται σε βιβλιοθήκη. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι ταινίες, οι σειρές φαντασίας και συνεχίζει να λατρεύει το διάβασμα. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Έρχονται με την ομίχλη» εκδόθηκε το 2013 (εκδ. Πατάκη), ενώ το 2017 συμμετείχε μαζί με την υπόλοιπη συγγραφική ομάδα του ηλεκτρονικού περιοδικού will o wisps στη συλλογή διηγημάτων φαντασίας «Ιστορίες της γιαγιάς Ιτιάς». Επίσης, το 2017 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Λυκόφως το μυθιστόρημά της «Μαύρα Λιβάδια».
Η Αλεξάνδρα Βάγια είναι μια δεκαεννιάχρονη φοιτήτρια που κάνει όνειρα και σχεδιάζει το μέλλον της. Η ζωής της θα ανατραπεί όταν ανακαλύψει ότι ο μικρός της αδερφός είναι δέσμιος ενός όρκου αίματος που έχουν δώσει χιλιάδες οικογένειες εννέα αιώνες πριν, ενός όρκου που δεσμεύει ένα παιδί κάθε δεύτερης γενιάς σε μια εικοσαετή θητεία στα Μαύρα Λιβάδια. Η Αλεξάνδρα, για να απαλλάξει τον αδελφό της, αποφασίζει να καταταγεί στη θέση του. Αλλά η Αλεξάνδρα Βάγια, κεντρική ηρωίδα στο μυθιστόρημα φαντασίας της Αγνής Σιούλα “Μαύρα λιβάδια”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λυκόφως, δεν θα καταταγεί σε έναν τυπικό στρατό. Θα κάνει τη θητεία της στα Μαύρα Λιβάδια, εκεί που ο θάνατος ελλοχεύει και θα μας επισκεφτεί, αν οι ακρίτες δε θυσιάσουν τα νιάτα τους και ενίοτε τη ζωή τους στη φύλαξη των συνόρων. Και θα αναμετρηθεί με απάνθρωπα τέρατα και απόκοσμες οντότητες. Για να επιβιώσει, η Αλεξάνφρα Βάγια πρέπει να μετατραπεί από ένα απλό κορίτσι σε έναν σκληρό στρατιώτη.
Ένα μυθιστόρημα επικής φαντασίας, εμπνευσμένο απ’ το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Βρικόλακας» και το έπος του Διγενή Ακρίτα.
Βρείτε το στο likofos.gr
Δύο από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Λογοτεχνίας του Φανταστικού, η Αγνή Σιούλα και ο Γιώργος Γιώτσας, ενώνουν τις δυνάμεις τους, με αποτέλεσμα τη συγγραφή επτά διηγημάτων βασισμένων στην ελληνική παράδοση, υπό τον γενικό τίτλο “Εκείνοι που επιστρέφουν”.
Πρόκειται για σκοτεινές ιστορίες οι οποίες μεταφέρουν τον αναγνώστη εκεί όπου το υπερφυσικό και το αλλόκοτο συναντούν την πραγματικότητα. Οι ιστορίες συνδυάζουν τον σύγχρονο τρόμο με την ελληνική παράδοση και συνδέουν με το σήμερα τις ιστορίες φαντασμάτων που διηγούνταν οι παλαιότεροι.
Η συλλογή περιλαμβάνει τα εξής αφηγήματα:
– Καθένας πετάει κι από ένα ασημένιο φεγγάρι
Τι μπορεί να συμβεί όταν προδώσεις την οικογένειά σου και χαθείς στη λαγνεία και το εγωιστικό σου σύμπαν;
– Το δώρο και η καταδίκη
Μια νεαρή μητέρα που μπερδεύει τη μητρική αγάπη. Ένας πατέρας που τον ενδιαφέρει μόνο η επαγγελματική του επιτυχία. Και μια γιαγιά που ξέρει, αλλά κανείς δεν την ακούει.
– Ομίχλη στη Νιβέστα
Τι θα βρει μπροστά της η νεαρή φοιτήτρια, που είναι το τρίτο πρόσωπο σε έναν γάμο, όταν θα επισκεφτεί τον άρρωστο παππού της στο Νυμφαίο;
– Άνω Τελώνια
Μια ζοφερή ιστορία για έναν φιλόδοξο συγγραφέα και τον πλούσιο θείο του που τον καλεί σε βοήθεια.
– Μια παλιά ιστορία
Η γιαγιά διηγείται μια παλιά ιστορία στην εγγονή της. Εκείνη βαριέται και απορεί. Αλλά μήπως η γιαγιά το κάνει για να την προετοιμάσει;
– Ονειροτόκος
Κάποια κορίτσια μπορούν να αγαπήσουν με όλο τους το είναι. Αν γνωρίζετε μια τέτοια κοπέλα, πρέπει να την προστατέψετε. Γιατί εκείνοι, την αναζητούν.
– Ο γυρισμός του Ορέστη
Ένας επιτυχημένος άντρας επιστρέφει στη Σκοτίνα για την κηδεία του πατέρα του, που είχε παραμελήσει για χρόνια. Όμως, μαζί με τις τύψεις, τον περιμένει και μια ανείπωτη κατάρα.
Το βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λυκόφως, περιλαμβάνει artwork της Ελένης Ιατροπούλου.
Βρείτε το στο likofos.gr