«Τρεις γυναίκες» από τη Lisa Taddeo #BookReview

Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου

 

Για μένα είναι βασικό, όταν ξεκινάω ένα βιβλίο να ξέρω τι πάω να διαβάσω, ούτως ώστε να έχω και τις αντίστοιχες προσδοκίες. Τα nonfiction δεν είναι ένα είδος που διαβάζω συχνά ή με ευκολία, αλλά εφόσον το συγκεκριμένο θα ήταν στο πλαίσιο μιας συνανάγνωσης για μια νέα ινσταγκραμική λέσχη, είπα να το προσπαθήσω και μπορώ να πω ότι το διάβασα με άνεση. Το θέμα του ήταν ουσιαστικά η γυναικεία επιθυμία και αν ή πως αυτή εκφράζεται. Η συγγραφέας για να καταλήξει στα συμπεράσματά της διηγείται τις ιστορίες τριών γυναικών. Οι ιστορίες ανήκουν σε Αμερικανίδες, αλλά τουλάχιστον οι δύο από τις τρεις θα μπορούσαν να αναφέρονται σε Ελληνίδες.

Η Λίνα είναι νοικοκυρά, μητέρα δύο παιδιών που περνάει τη μέρα της μαζί τους και φροντίζοντας το σπίτι τους. Κάθε μέρα περιμένει τον άντρα της να γυρίσει στο σπίτι για να μην μπει καν στον κόπο να της δώσει ένα φιλί στο στόμα. Για περισσότερα δεν το συζητάμε καν. Η Λίνα εξοργίζεται από το γεγονός πως ακόμα και η σύμβουλος γάμου στην οποία απευθύνονται, θεωρεί το γεγονός απόλυτα φυσιολογικό. Μη βρίσκοντας πουθενά ανταπόκριση, η Λίνα αποφασίζει να δημιουργήσει σχέση με ένα νεανικό της έρωτα, στον οποίο πιστεύει πως θα βρει όλα αυτά που της λείπουν τώρα.

Η Μάγκι, μια δεκαεφτάχρονη μαθήτρια εμπιστεύεται τον όμορφο παντρεμένο καθηγητή Αγγλικών αρχικά σαν σύμβουλό της. Καθώς όμως οι συνομιλίες τους πληθαίνουν και προχωρούν σε πιο ακατάλληλες ώρες η μεταξύ τους σχέση μετατρέπεται σε κάτι πιο προσωπικό και ερωτικό και δεν περιορίζεται σε τηλεφωνικές συνομιλίες και μηνύματα. Εκείνος της υπόσχεται πως θα περιμένει τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της για να της κάνει έρωτα, όμως τελικά τη χωρίζει το πρωί που ο ίδιος κλείνει τα τριάντα. Χρόνια μετά, η Μάγκι μαθαίνει πως εκλέγεται Καθηγητής της Χρονιάς σε ολόκληρη της πολιτεία και αποφασίζει να τον καταγγείλει στην αστυνομία. Τότε πια είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία όλων όσων ακούν την ιστορία της στη δίκη.

Η Σλόαν είναι μια ευκατάστατη γυναίκα. Είναι όμορφη, με φινέτσα και ιδιοκτήτρια ενός εστιατορίου στο οποίο είναι σεφ ο σύζυγός της. Οι δυο τους έχουν μια ευτυχισμένη ζωή μαζί στη διάρκεια της οποίας, ο άντρας της της ζήτησε να κάνει σεξ και με άλλους άντρες ενώ εκείνος παρακολουθεί, καθώς αυτό είναι που προτιμά. Η Σλόαν δεν έχει πρόβλημα, όμως από ένα σημείο κι έπειτα δεν είναι σίγουρη που σταματάει η επιθυμία του άντρα της και που αρχίζει η δική της.

Έχω διαβάσει τόσο θετικά όσο και αρνητικά σχόλια για το συγκεκριμένο βιβλίο. Κάποιοι θεώρησαν ότι δεν είχε κάποια πλοκή. Θα πω απλά ότι δεν ήταν μυθιστόρημα για να έχει, αλλά προϊόν έρευνας. Κάποιοι είπαν ότι δεν ήταν όσο φεμινιστικό περίμεναν ότι θα είναι. Εγώ θα πω ότι δε μου φάνηκε καθόλου φεμινιστικό. Άλλοι είπαν ότι ένιωθαν σαν να διάβαζαν ιστορίες γυναικών μιας περασμένης εποχής. Γνώμη μου είναι πως τα φαινόμενα για τα οποία διαβάσαμε είναι πολύ επίκαιρα.

Η πλειοψηφία των γυναικών, για να δώσω και αυτό το μικρό ποσοστό που μπορεί να υπάρχει, δε μιλάει άνετα για τις επιθυμίες της. Δεν νομίζω ότι ούτε η Ελληνική ούτε καν η Αμερικανική κοινωνία είναι τόσο απελευθερωμένη ώστε να μιλάει με άνεση σε οποιοδήποτε χώρο και κοινό για θέματα ταμπού όπως το σεξ και τι θα ήθελε μια γυναίκα. Εκτός αν πρόκειται για συζήτηση μεταξύ αντρών, που θεωρούν ότι κατέχουν καλά το θέμα και συνήθως πέφτουν πολύ έξω. Η Λίνα προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Αυτό που εκλάμβανε η ίδια, ήταν ότι απλά συγκατοικούσε με κάποιον με τον οποίο είχε κάνει δύο παιδιά στο παρελθόν. Εκείνος δεν την αγγίζει και θεωρεί φυσιολογικό να μη θέλει ούτε να τη φιλήσει, αλλά παράλληλα θεωρούσε ότι η σχέση τους είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι μετά από κάποια χρόνια γάμου. Αντί να είναι ζευγάρι είχαν γίνει δύο ξένοι, κατ’ εμέ, κι εκείνος δεν το έβλεπε. Ούτε οι γονείς της δεχόταν να ακούσουν για τις ανησυχίες της. Μια φίλη της, μητέρα κι εκείνη, δεν καταλάβαινε ποιο ήταν το πρόβλημά της. Αφού ήταν παντρεμένη και είχε παιδιά, τι άλλο μπορεί να ήθελε; Μήπως να νιώσει ποθητή; Μήπως να θέλει ο σύντροφός της να περνάει ουσιαστικό χρόνο μαζί της; Δεν είναι αυτά βασικά στοιχεία στη ζωή ενός ζευγαριού; Αν λάβουμε υπόψη μας και τις εμπειρίες που είχε στο παρελθόν, αλλά και τη στάση που κρατούν όλοι γύρω της, μπορούμε ίσως να αντιληφθούμε την πίεση που νιώθει η Λίνα. Δε λέω ότι ήταν σωστό να κάνει μια ερωτική σχέση εκτός γάμου, όμως μπορώ να αντιληφθώ πως αυτός θεώρησε η ίδια πως είναι ο καλύτερος τρόπος που μπορούσε να βρει ώστε να αντιμετωπίσει την κατάστασή της.

Η περίπτωση της Λίνας μας θυμίζει την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε όλοι. Οι γύρω μας έχουν μια άποψη για το τι θεωρούν ευτυχία, και αν πιστεύουν ότι φαινομενικά έχεις ότι χρειάζεται, τότε δεν έχεις το δικαίωμα να παραπονιέσαι. Πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα πως, δύσκολα θα μιλήσει κανείς ανοιχτά και ξεκάθαρα για αυτά που πραγματικά θέλει, αν πιστεύει πως θα κατακριθεί. Και να μην ξεχνάμε πως στους περισσότερους από εμάς, βγαίνει πιο εύκολα μια κριτική για τους άλλους, παρά για τον εαυτό μας. Και αυτό, μας οδηγεί στην περίπτωση της Μάγκι, η οποία κάθε άλλο παρά ξεπερασμένη είναι.

Δε θα μιλήσω για το παρελθόν της Μάγκι, ούτε για το αν πιστεύω πως μπορούσε να αποφύγει αυτό που συνέβη. Θεωρώ ξεκάθαρα πως ένα παιδί δεκαεφτά χρονών σίγουρα δεν είναι σε θέση να απομακρύνει έναν άντρα τριάντα σχεδόν χρονών. Το πιο πιθανό είναι να κολακευτεί και να το ωραιοποιήσει όλο αυτό. Σίγουρα πάντως δε θα σκεφτεί ότι κάνει κάτι κακό, ειδικά όταν δεν έχει κάποιο γονιό δίπλα του να το καθοδηγήσει. Και δυστυχώς, μπορεί να μην τα μαθαίνουμε όλα, αλλά τέτοια φαινόμενα υπάρχουν σε ολόκληρο τον κόσμο, και ειδικότερα στις πολιτισμένες κοινωνίες. Αυτό που είδαμε όμως στο βιβλίο είναι ότι ο καθηγητής που είχε πάρει ένα ωραίο τίτλο και ήταν ο θύτης στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχαιρε σεβασμού της κοινότητας ενώ η κοπέλα που ήταν το θύμα αυτομάτως κατηγορήθηκε ότι έριχνε λάσπη σε ένα σοβαρό άνθρωπο, ότι εκείνη προκάλεσε, ότι όλα ήταν μέσα στο μυαλό της. Και οι πρώτες που θα κάνουν αυτές τις σκέψεις ή θα τις εκφράσουν είναι συνήθως γυναίκες. Γυναίκες καταπιεσμένες και οι ίδιες που έχουν γαλουχηθεί σε μια πατριαρχική κοινωνία όπου για το οποιοδήποτε μεμπτό φταίει η «αμαρτωλή Εύα» που παρέσυρε τον «αθώο Αδάμ».

Και μετά λέμε γιατί δε μιλάνε τα θύματα κακοποίησης…

Όσο για την Τρίτη περίπτωση, τη Σλόαν, εγώ καταλαβαίνω πως η ίδια έτρεφε ψευδαισθήσεις για τον έλεγχο που θεωρούσε ότι είχε. Και πάλι μεγαλωμένη έτσι ώστε να δίνει πάντα δίκιο στο αρσενικό, έστω και ασυναίσθητα, χωρίς να έχει λάβει την αγάπη που θα ήθελε από τη μητέρα της, ήταν αρκετά μπερδεμένη με τον εαυτό της. Θεωρούσε πως οι επιθυμίες του άντρα της ήταν και δικές της, ενώ στην ουσία δεν ήθελε να φέρει αντίρρηση για να μην κακοχαρακτηριστεί, να μη φανεί λίγη στα μάτια του και τελικά να μην τον χάσει. Και πάλι εδώ έχουμε την πατριαρχική κοινωνία και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει την κάθε απόφασή της, αλλά και το πως η ίδια αντιμετωπίζεται από τους άλλους. Πως στιγματίζεται εκείνη για κάτι που στην ουσία είναι επιθυμία του άντρα της.

Καταλήγοντας να πω πως δεν μου άρεσαν τα όσα έκαναν ή τα όσα συνέβησαν σε αυτές τις τρεις γυναίκες. Μέσα από τις μαρτυρίες τους όμως είδα για άλλη μια φορά το πρόσωπο της κοινωνίας μας, θυμήθηκα όλα αυτά που κάνουμε λάθος και όλα αυτά που μας καταπιέζουν και συνειδητοποίησα πως τίποτα δε θα αλλάξει μέσα στα επόμενα χρόνια.

 

Leave a Reply / Αφήστε ένα σχόλιο

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.