«Τα χρόνια της βραδύτητας» από τον Φερνάντο Αραμπούρου #BookReview

Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου

 

Ο Αραμπούρου έγινε γνωστός στην Ελλάδα από το μυθιστόρημά «Πατρίδα», ένα πολύ αξιόλογο λογοτεχνικό βιβλίο όπως λένε οι περισσότεροι που το έχουν διαβάσει. Εγώ δεν είχα ακόμα την τιμή. Πριν από το αριστούργημά του αυτό, είχε γράψει «Τα χρόνια της βραδύτητας», που όπως καταλαβαίνω αναφέρεται περίπου στην ίδια χρονική περίοδο και στην ίδια περιοχή, τη Χώρα των Βάσκων.

«Εγώ, κύριε Αραμπούρου, για τους λόγους που γνωρίζετε, όταν ήμουν μικρός πέρασα εννιά χρόνια με κάποιους συγγενείς μου από το Σαν Σεμπαστιάν. Και να πώς έγινε:»

Το βιβλίο ξεκινά με αφορμή την αφήγηση του, ενήλικου πλέον, οχτάχρονου τότε, Τσίκι, που στα τέλη της δεκαετίας του ’60 πήγε να μείνει με την οικογένεια της αδερφής της μητέρας του, στο Σαν Σεμπαστιάν. Ο αφηγητής έχει κάνει μια είδους συμφωνία με το συγγραφέα, να του διηγηθεί την ιστορία του κι εκείνος να γράψει για αυτή ή με αφορμή αυτή, αλλά με τον όρο ότι θα πρέπει να αλλάξει τα ονόματα, έτσι ώστε να μην ενοχληθούν ή προσβληθούν οι συγγενείς του από την αφήγηση αυτή. Μέσα από τις αναμνήσεις του λοιπόν, γνωρίζουμε τη μικρή κοινωνία του Σαν Σεμπαστιάν, καθώς και την οικογένεια των συγγενών.

Ο θείος Βιθέντε, εργάτης σε εργοστάσιο σαπουνιών και από τη φύση του αδύναμος χαρακτήρας, όταν δεν είναι στη δουλειά ή στο σπίτι, είναι στο γαστρονομικό σύλλογο και παίζει παιχνίδια με τους φίλους του. Ένα είδους καφενείου του χωριού θα έλεγε κανείς. Στο σπίτι η θεία Μαριπούι κρατάει τα ινία της οικογένειας και προσπαθεί να ζει με βάση τις κοινωνικές και θρησκευτικές συμβάσεις της εποχής, ενώ παράλληλα παλεύει με νύχια και με δόντια να κρατήσει την κόρη της στον ίσιο δρόμο. Όμως στη Μαρί Νιέβες αρέσουν πολύ τα αγόρια και δε νοιάζεται ιδιαίτερα για το μέλλον. Ζει για τη στιγμή. Ο έτερος άντρας της οικογένειας, ο Χουλέν, ο μεγάλος ξάδερφος του Τσίκι, έχει τη δουλειά του, τους φίλους του το κέντρο Ιμπάλα και τον ιερέα της ενορίας, ένθερμο υποστηρικτή του Βασκικού θέματος και αποφασισμένο να εμφυσήσει στην τοπική νεολαία το Βασκικό φρόνημα, ξεκινώντας από τη γλώσσα και προχωρώντας σε ποιο σοβαρά ζητήματα, όπως η προσχώρηση στην ΕΤΑ.

Μέσα από το βιβλίο αυτό, βλέπουμε μια αναπαράσταση της Βασκικής κοινωνίας της εποχής, καταπονημένης από το καθεστώς του Φράνκο, έχοντας σχεδόν ξεχάσει τη γλώσσα και την ταυτότητά της και προσπαθώντας να την ξαναβρεί. Η δημιουργία αυτών των μικρών πυρήνων που έχουν σκοπό να παλέψουν για την αυτονομία τους και όχι μόνο, καθώς είναι σε ένα πολύ αρχικό στάδιο. Σε αυτό που μας παρουσιάζεται, οι Βάσκοι δεν έχουν και μεγάλες διαφορές από τους Ισπανούς, ως προς τη θρησκοληψία και τη ζωή σε μια μικρή κοινωνία. Για να λέμε την αλήθεια, δεν έχουν μεγάλες διαφορές από την Ελλάδα και τις δικές της μικρές κοινωνίες.

Ο συγγραφέας, έχοντας μεγαλώσει ο ίδιος στο Σαν Σεμπαστιάν, γνωρίζει πολύ καλά τόσο την τοποθεσία, όσο και τους κατοίκους. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε αυτόν τον τόπο και αυτόν τον χρόνο στον οποίο αναφέρεται το βιβλίο και τα άτομα που περιγράφει, οι ήρωες αυτού του βιβλίου είναι κάτοικοι της περιοχής, άνθρωποι που και ο ίδιος γνώριζε ή γνωρίζει προσωπικά. Γι’ αυτό και όπως μπορεί κανείς να δει στις σημειώσεις του, επεκτείνεται με αρκετή σιγουριά σε προσωπικούς διαλόγους που πιθανόν να έγιναν, είτε γιατί γνώριζε την προσωπικότητα των διαλεγόμενων είτε γιατί κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να έχει συμβεί, με βάση τις προσωπικές του εμπειρίες. Το βιβλίο αυτό καθαυτό δεν έχει κάτι το συγκλονιστικό, διαβάζεται όμως ευχάριστα και κυλάει γρήγορα. Είναι, θα μπορούσε κανείς να πει, μια καλή εισαγωγή για το βιβλίο «Πατρίδα» και σίγουρα μια καλή γνωριμία με το συγγραφέα.

 

Leave a Reply / Αφήστε ένα σχόλιο

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.