«Το αόρατο μισό» από τη Brit Bennett #BookReview

Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου

 

Είχα δει «Το Αόρατο Μισό» όταν κυκλοφόρησε στη Μεγάλη Βρετανία το 2020 και μου είχε τραβήξει το ενδιαφέρον. Το σκεφτόμουν αρκετό καιρό να το διαβάσω, όμως με τόσα βιβλία στη λίστα μου και όλα αυτά που έρχονται εμβόλιμα κάθε τόσο, έμεινε πίσω. Όταν όμως είδα ότι κυκλοφόρησε στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος, σκέφτηκα ότι ήταν μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να χάσω. Αν το άφηνα και τώρα για αργότερα, δεν ξέρω πότε θα κατάφερνα να το διαβάσω! Χαίρομαι πολύ που δεν έκανα λάθος να το αφήσω και πάλι για αργότερα.

Η ιστορία των αδερφών Βένις είναι μοναδική. Τα δίδυμα κορίτσια γεννήθηκαν σε μια μικρή κωμόπολη του Νότου που δεν υπάρχει καν στο χάρτη. Είναι ουσιαστικά μια κοινότητα πολύ ανοιχτόχρωμων έγχρωμων ανθρώπων, που όμως δεν γίνονται αποδεκτοί σαν λευκοί, αλλά και που οι ίδιοι δεν θεωρούν τους εαυτούς τους ακριβώς ίδιους με τους μαύρους. Θεωρούν ότι είναι κάτι ενδιάμεσο, ίσως πιο ανώτερο φυλετικά, εξαιτίας του πολύ ανοιχτόχρωμου δέρματός τους. Τα κορίτσια ζουν στο Μάλαρντ με τη μητέρα τους, μιας και ο πατέρας τους δέχθηκε επίθεση από λευκούς στο ίδιο του το σπίτι και μπροστά στα μάτια των κοριτσιών και αργότερα δολοφονήθηκε στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν για τα τραύματα αυτής ακριβώς της επίθεσης. Με λίγα λόγια, παρόλο που ζούσαν μια σχετικά προστατευμένη ζωή, βρέθηκαν να έχουν άσχημες εμπειρίες από πολύ νωρίς.

Οι δίδυμες, μιας και όλοι έτσι τις φώναζαν, ήταν πανομοιότυπες και όμως τόσο διαφορετικές σαν χαρακτήρες. Η Στέλλα ήταν το πιο ήσυχο κορίτσι από τα δύο. Της άρεσε το σχολείο και ειδικότερα τα μαθηματικά, ήταν επιμελής, χαμηλών τόνων και προσπαθούσε να μη δημιουργεί προβλήματα. Η Ντεζιρέ που ήταν και η μεγαλύτερη κατά επτά λεπτά, ήταν αρκετά γκρινιάρα, τσαπατσούλα και ήθελε οπωσδήποτε να φύγει μακριά από το Μάλαρντ. Τελικά και τα δυο κορίτσια έκαναν μαζί την απόδρασή τους στα δεκάξι τους, μόνο που τελικά ακολούθησαν αρκετά διαφορετικούς δρόμους. Η Ντεζιρέ παντρεύτηκε τον πιο σκουρόχρωμο μαύρο άντρα που μπόρεσε να βρει και έκανε μια κόρη που έμοιαζε πολύ στον πατέρα της, ενώ η Στέλλα άφησε μια μέρα ξαφνικά την αδερφή της και παριστάνοντας τη λευκή παντρεύτηκε ένα λευκό άντρα και έκανε μια ξανθιά κόρη με βιολετιά μάτια. Όταν το 1968 η Ντεζιρέ επέστρεψε στο Μάλαρντ, κάτι που έλεγε πως δε θα έκανε ποτέ, κανείς δεν πίστευε πως εκείνο το μαύρο κατράμι κορίτσι ήταν δικό της.

Περίεργες και δύσκολες εποχές και ακόμα πιο περίεργη η ιστορία των δίδυμων κοριτσιών. Δε θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό πως κάποιος θα μπορούσε να απαρνηθεί την ταυτότητά του με τέτοιο τρόπο, σε καιρό ειρήνης. Βέβαια, για να λέμε και την αλήθεια, για τους έγχρωμους ανθρώπους, ειδικά εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν καιρός ειρήνης. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του την τραυματική εμπειρία που τελικά οδήγησε στο θάνατο του πατέρα τους, μπορεί να δικαιολογήσει το αίσθημα ασφάλειας που προσπαθούσε να ικανοποιήσει η Στέλλα μέσα από το θέατρο που έπαιζε τόσο με τον άντρα που παντρεύτηκε και τους γύρω τους, όσο και με τον ίδιο της τον εαυτό. Το να σκοτώνεται κάποιος για το χρώμα του δέρματός τους, ενώ δεν είχε σφάλει κάπου, δεν είχε κάνει κακό σε κανένα, είναι κάτι που δυστυχώς συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Το πως αυτό λειτούργησε για τα δύο κορίτσια όμως ήταν αρκετά διαφορετικό. Οι εφιάλτες που έβλεπε η Στέλλα κάθε βράδυ την ώθησαν να παριστάνει κάποια που δεν ήταν, μόνο και μόνο για να μην κινδυνεύσει να έχει την τύχη του πατέρα της. Το κόστος που είχε όλο αυτό όμως στην ίδια ήταν απίστευτα μεγάλο. Στην αρχή δεν υπήρχε κάποιος κίνδυνος πέρα από τις τύψεις που είχε για τα ψέματα που έλεγε. Όσο ήταν μόνο ανάμεσα σε λευκούς δεν κινδύνευε. Όταν όμως οι εποχές άλλαξαν λίγο και ήρθε σε επαφή με έγχρωμους, αυτό λειτούργησε καταλυτικά πάνω της, βγάζοντας στην επιφάνεια όλες τις τύψεις, όλα τα ψέματα και όλα αυτά που προσπαθούσε να κρύψει τόσα χρόνια.

Η Ντεζιρέ από την άλλη δεν είχε ποτέ τις ίδιες ανησυχίες. Η ίδια προσδιόριζε τον εαυτό της ως έγχρωμο και ποτέ δεν προσπάθησε για το αντίθετο. Δυστυχώς όμως, δεν το έβλεπαν όλοι με το ίδιο μάτι. Ο σύζυγός της, παρόλο που την αγάπησε ακριβώς για το ανοιχτόχρωμο δέρμα της, δεν κατάφερε ποτέ να της συγχωρήσει πως ήταν πολύ όμορφη, πως πολλοί την περνούσαν για λευκή και πως ήταν αρκετά καλή στη δουλειά της. Το αίσθημα κατωτερότητας που τον βασάνιζε, τον έκανε να ξεσπάει πάνω της με βίαιο τρόπο. Για τον ίδιο, εκείνη έφταιγε για όλα αυτά που ο ίδιος ένιωθε με αποτέλεσμα να την κακοποιεί. Ευτυχώς, κάποια στιγμή η Ντεζιρέ βρήκε το σθένος να εγκαταλείψει το τοξικό και κακοποιητικό αυτό περιβάλλον, έστω κι αν αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω σε ένα τόπο που δεν ήθελε καν να θυμάται. Της έλειπε όμως η αδερφή της, το άλλο της μισό, που ποτέ δεν κατάλαβε γιατί την εγκατέλειψε τότε στη Νέα Ορλεάνη ξαφνικά και χωρίς να πει λέξη. Αυτές που νόμιζε πως μοιράζονταν τα πάντα, είχαν τελικά τόσα μυστικά μεταξύ τους.

Η ανάγκη να ανήκεις κάπου. Η ανάγκη να νιώθεις ασφαλής. Αυτά ήταν που ώθησαν τη Στέλλα να κάνει αυτό το βήμα. Όταν όμως, χρόνια αργότερα η μοίρα θα φέρει την κόρη της Ντεζιρέ και την κόρη της Στέλλας σε επαφή, όλα τα μυστικά θα έρθουν σιγά σιγά στο φως.

Διάβασα «Το Αόρατο Μισό» σχεδόν με μια ανάσα. Δεν μπορούσα να το αφήσω στιγμή από τα χέρια μου, όχι γιατί είχε καμιά εξαιρετική πλοκή και ήθελα να μάθω τι γίνεται παρακάτω, αλλά γιατί ένιωθα έντονα όλα αυτά που περιγράφει η Bennett. Όλα αυτά που θέλει να πει και που κρύβονται πίσω από τις λέξεις. Ακόμα κι αυτές που ποτέ δεν ειπώθηκαν.

 

Εκδόσεις Παπαδόπουλος

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

H Brit Bennett γεννήθηκε και μεγάλωσε στη νότια Καλιφόρνια. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ και έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα στη μυθοπλασία από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, κερδίζοντας μια σειρά διακρίσεις. Έχει τιμηθεί από το National Book Foundation των ΗΠΑ και συνεργάζεται, μεταξύ άλλων, με τα έντυπα The New YorkerThe New York Times Magazine και The Paris Review. Έχει γράψει άλλο ένα μυθιστόρημα, το The Mothers, που κυκλοφόρησε το 2016.

 

Leave a Reply / Αφήστε ένα σχόλιο

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.