Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Είναι κάποια βιβλία που τα ακούς παντού γύρω σου και λένε όλοι τα καλύτερα. Όταν τα πιάνεις λοιπόν στα χέρια σου, έχεις μια αυτοσυγκράτηση, γιατί, πόσες φορές δεν ήταν πατάτα αυτό που διάβασες από προτροπές άλλων; Ε λοιπόν, το «Μαύρο νερό» δεν είναι από αυτά τα βιβλία-πατάτες. Είναι ένα αριστούργημα, ένα μικρό διαμάντι που μέσα από τις λίγες σελίδες του σε μεταφέρει στη ζωή του Πατέρα και του γιου σαν να είσαι μέρος της. Σαν να τους κοιτάς από μια γωνιά εκεί δίπλα.
Ο Πατέρας και ο Χριστόφορος ζουν σε ένα χωριό στην Ήπειρο, στα βουνά. Λίγοι συγχωριανοί έχουν απομείνει. Άλλοι έφυγαν για να γλυτώσουν και άλλους τους πήρε η αρρώστια. Όσοι έμειναν, ζουν με ένα επίδομα που παίρνουν κάθε μήνα, με νερό που το φιλτράρουν και ελπίζουν να είναι καλό και με κονσέρβες. Όλα γύρω τους είναι μολυσμένα. Η γη, το νερό, τα ζώα και τα φυτά, όλα. Κάθε τόσο, ο Πατέρας πηγαίνει στην πόλη με το λεωφορείο που έρχεται στο χωριό κάθε εβδομάδα. Σκοπός του είναι, με το ελάχιστο επίδομα που παίρνει, να εξασφαλίσει τα πολύ βασικά, τρόφιμα δηλαδή, και αν τα καταφέρει και κανένα βιβλίο για το Χριστόφορο, μπας και του δώσει χαρά. Το παιδί θέλει πολύ φροντίδα, μα ο Πατέρας το αγαπά και κάνει τη ζωή του όσο μπορεί πιο εύκολη.
Όταν η μάνα γέννησε το Φόρη, ήταν ήδη άρρωστη και η αρρώστια είχε ποτίσει το κορμί της αλλά και το έμβρυο. Γι’ αυτό και ο Φόρης, από τα τέσσερα άκρα του έχει γερό και ολόκληρο μόνο το αριστερό του χέρι. Το δεξί του, όπως και τα πόδια του είναι ατροφικά και δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει. Δεν μπορεί να περπατήσει για να μετακινηθεί, γι’ αυτό και ο Πατέρας δε θέλει να τον αφήνει πολύ μονάχο του και τα ταξίδια του στην πόλη είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Όμως το Φόρη δεν τον ενοχλεί αυτό. Στο χωριό είναι το σπίτι του κι εκεί θέλει να ζήσει. Κι ας αργήσει λίγο ο Πατέρας να έρθει, θα βρεθεί η λύση για να μετακινηθεί. Δε θέλει να φύγει από το χωριό, από το βουνό του και να πάει στα σπίτια που τους έχτισαν για να εγκαταλείψουν το χωριό.
Με τον τρόπο του ο Μακρόπουλος μας μιλάει για το πως είναι να είσαι άνθρωπος. Ο άνθρωπος που αγαπάει το σπίτι του, τον τόπο του και δε θέλει να τον αφήσει. Αλλά και ο άνθρωπος που κατέστρεψε αυτόν τον τόπο, που μόλυνε τα πάντα, που τον έκανε εχθρικό για τον ίδιο και την επιβίωσή του. Ο άνθρωπος που θα βοηθήσει το διπλανό του σε δύσκολους καιρούς, κι ας ήταν κάποτε στα μαχαίρια και δε μιλούσαν ο ένας στον άλλο. Ο άνθρωπος που για να επιβιώσει θα ψάξει στα εγκαταλελειμμένα σπίτια όσων πέθαναν ή έφυγαν αυτοβούλως, για να βρει μια λάμπα να αλλάξει, μια κονσέρβα που μπορεί να έληξε αλλά τρώγεται, λίγο φιλτραρισμένο νερό που μπορεί να έχει ξεμείνει ή κάτι χρήσιμο που μπορεί να του χρειαστεί στο μέλλον. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που δε θα έμπαινε στο σπίτι του διπλανού ακάλεστος, χωρίς να είναι εκεί ο ιδιοκτήτης ή να του το έχει ζητήσει.
Λίγες σελίδες, πολλά συναισθήματα.