Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Δεν είχα ξαναδιαβάσει βιβλίο της Τοκάρτσουκ, όμως το πήρα απόφαση μιας και ήταν το βιβλίο του μήνα για το Σεπτέμβρη στη λέσχη ανάγνωσης inthesamebook. Αρχικά, ήταν στα προτεινόμενα για το μήνα και φυσικά το ψήφισα κι εγώ, γιατί ήθελα ένα λόγο για να κάτσω να το διαβάσω. Αν αναλογιστεί κανείς πόσα βιβλία με περιμένουν υπομονετικά, μπορεί να καταλάβει γιατί ψάχνω λόγους για να διαβάσω βιβλία! Όσον αφορά τη συγκεκριμένη συγγραφέα όμως, πρέπει να πω ότι έχω βάλει τα βιβλία της στο μάτι από καιρό! Ο λόγος δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι η γραφή της αρέσει σε κάποιους αναγνώστες που εκτιμώ την άποψή τους και ήθελα να διαμορφώσω κι εγώ τη δική μου άποψη! Ήρθε λοιπόν η ώρα και αντί να πιάσω την αγγλική μετάφραση, όπως είχα αρχικά στο νου, προτίμησα την ελληνική της Αναστασίας Χατζηγιαννίδη, η οποία έγινε από τα Πολωνικά και ομολογώ ότι μου άρεσε πολύ!
Ποιος έχει το δικαίωμα να ζήσει; Ποιος έχει το δικαίωμα να σκοτώσει; Ποιανού η ζωή αξίζει περισσότερο; Αυτά είναι τα ερωτήματα που μας θέτει με αυτό της το μυθιστόρημα η Τοκάρτσουκ, όσο αντισυμβατικός κι αν είναι ο τρόπος που το κάνει, χρησιμοποιώντας την «τρελή του χωριού» για να ταράξει τα νερά. Να δει, πόσο σοβαρά θα πάρουμε τα λόγια της.
Η Γιανίνα Ντουσέικο είναι μια γυναίκα που στο παρελθόν έχτιζε γέφυρες. Τώρα πλέον μαθαίνει αγγλικά στα παιδιά του κοντινού σχολείου, εκεί στην Κοιλάδα του Κλότζκο όπου κατοικεί. Παλιά, ήταν αεικίνητος άνθρωπος, έκανε πολλά. Πλέον, είναι τόσες οι «ενοχλήσεις» της, οι πόνοι, οι ημικρανίες, που μερικές φορές ούτε καν τα μαθήματα αυτά δεν έχει τη δύναμη να κάνει. Όταν όμως είναι καλά, μελετά αστρολογία και στον ελεύθερο χρόνο της μεταφράζει Γουίλιαμ Μπλέικ παρέα με έναν παλιό μαθητή της. Η κύρια ενασχόλησή της το χειμώνα, εκτός από τα μαθήματα αγγλικών, είναι να προσέχει τα σπίτια των γειτόνων της, όσο εκείνοι βρίσκονται στην πόλη. Αναλαμβάνει ό,τι μικροεπισκευές τυχόν χρειαστούν και φροντίζει να τα βρουν όλα στη θέση τους όταν επιστρέψουν την άνοιξη.
Η Ντουσέικο και άλλοι δύο άνθρωποι μένουν στο οροπέδιο το χειμώνα και μόνη τους συντροφιά είναι τα ζώα. Κάποτε είχε δυο σκυλιά, δυο κορίτσια, όμως έχουν εξαφανιστεί από καιρό και όσο κι αν έψαξε δεν μπορεί να τα βρει. Φοβάται τι μπορεί να τους έχει συμβεί. Φοβάται πως μπορεί να είχαν την ίδια μοίρα με τα υπόλοιπα ζώα που έπεσαν θύματα των κυνηγών και όσων γενικά τα εκμεταλλεύονται. Λάτρης των ζώων και της ζωής γενικότερα, δεν μπορεί να καταλάβει γιατί θεωρείται έγκλημα όταν αφαιρείται η ζωή ενός ανθρώπου, αλλά όχι όταν αφαιρείται η ζωή ενός ζώου. Για εκείνη είναι το ίδιο! Όπως είναι οι άνθρωποι, είναι και τα ζώα, δεν υπάρχει διαφορά.
Η ζωή το χειμώνα στο οροπέδιο είναι ήσυχη. Όμως ένα βράδυ, την ξυπνά ο γείτονάς της για να την ενημερώσει πως ο τρίτος μόνιμος κάτοικος του χωριού είναι νεκρός. Όταν πηγαίνουν στο σπίτι του, η Ντουσέικο καταλήγει πως τον σκότωσαν τα ζώα. Σύντομα κι άλλοι φόνοι συμβαίνουν στην περιοχή και η Ντουσέικο μελετάει τους ζωδιακούς κύκλους των νεκρών για να βρει το δολοφόνο. Οι πλανήτες δείχνουν πως ευθύνονται τα ζώα, πράγμα λογικό για την Ντουσέικο, αν αναλογιστεί κανείς πως τα θύματα ήταν όλοι κυνηγοί ή εκμεταλλευτές ζώων. Σύμφωνα με την ίδια, τα ζώα παίρνουν την εκδίκησή τους.
Και με αυτό τον εκκεντρικό χαρακτήρα, η Τοκάρτσουκ μας βάζει σε σκέψεις. Θα έπαιρνε κανείς άραγε στα σοβαρά μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, η οποία συμβουλευόταν τη θέση των πλανητών για να βγάλει συμπεράσματα; Κι ακόμη, είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς πως τα ζώα σκότωσαν αυτούς τους ανθρώπους; Αν όμως δώσει κανείς βάση στα λόγια της, θα δει ότι έχει κάποια καλά επιχειρήματα. Ότι οι άνθρωποι που κάνουν κακό στα ζώα, δεν το έχουν σε τίποτα να κάνουν κακό και σε ανθρώπους. Γιατί στην τελική, πόσο διαφορετικοί είναι οι άνθρωποι από τα ζώα και γιατί η ζωή του ενός να αξίζει περισσότερο από του άλλου; Και μήπως ερμηνεύουμε τα πάντα κατά πώς μας συμφέρει; Είναι άραγε κοινό, ένας ιερέας, ένας άνθρωπος του Θεού που θα έπρεπε να αγαπάει όλα τα πλάσματα το ίδιο, να είναι κυνηγός; Όταν σκοτώνει ζώα κανείς δεν αμαρτάνει; Εσείς τι πιστεύετε;
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Όλγκα Τοκάρτσουκ γεννήθηκε το 1962 στο Σουλέχοφ της Πολωνίας. Σπούδασε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Σύντομα όμως αφιερώθηκε σε μια έντεχνη γραφή που συνδυάζει ιστορία και μυθοπλασία, αξιοποιεί τη λαϊκή παράδοση και αντανακλά την προσήλωσή της στον Καρλ Γιουνγκ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με το βιβλίο Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί, έχει αναδειχθεί σε κορυφαία προσωπικότητα των πολωνικών γραμμάτων. Έχει εκδώσει διηγήματα, μυθιστορήματα και δοκίμια. Έχει αποσπάσει το Βραβείο Nike, τη σημαντικότερη διάκριση της πατρίδας της, δύο φορές. H πρώτη ήταν το 2008 με το μυθιστόρημα Πλάνητες, του οποίου η αγγλική μετάφραση κατέκτησε και το Διεθνές Βραβείο Booker 2018. Η δεύτερη ήταν το 2015 με το έργο της Τα βιβλία του Ιακώβ (ετοιμάζεται από τις Εκδόσεις Καστανιώτη). Η συγγραφέας τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2018 «για την αφηγηματική της φαντασία η οποία με εγκυκλοπαιδικό πάθος αναπαριστά το πέρασμα ορίων ως τρόπο ζωής».