Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Συνάντησα ένα απόγευμα Τετάρτης την Τατιάνα στο Rabbithole Bar, ένα πολύ ωραίο και φιλόξενο μέρος. Στο ίδιο μέρος όπου γιόρτασε την ολοκλήρωση της τριλογίας Manhattan, με την κυκλοφορία του τρίτου και τελευταίου βιβλίου «Πριν το ξημέρωμα». Μου μίλησε για εκείνη, τον τρόπο που γράφει, αυτά που της αρέσουν και γενικά όσα τη χαρακτηρίζουν στη συγγραφή και τα οποία θα μάθετε διαβάζοντας παρακάτω. Η Τατιάνα είναι ένα νέο παιδί, γεμάτο όρεξη για δουλειά, είναι ένας άνθρωπος που δεν σταματάει ποτέ να κινείται και ποτέ να δουλεύει. Ασχολείται φυσικά με το BOOKcity από το οποίο πολλοί τη γνωρίζουν, διαχειρίζεται εξολοκλήρου το Alimosonline, γράφει τα βιβλία που λατρεύουμε να διαβάζουμε και παράλληλα έχει διδάσκει μαθήματα δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής στη βιβλιοθήκη του Αλίμου, ένα σεμινάριο που απευθύνεται σε ενήλικες. Πέραν τούτου είναι υπεύθυνη για κάποιες συναντήσεις με συγγραφείς και πάλι στη βιβλιοθήκη Αλίμου, με σκοπό να έρθουν πιο κοντά οι αναγνώστες με τους συγγραφείς, να συνομιλήσουν και να γνωριστούν. Όπως μπορεί κανείς να καταλάβει, αυτό το κορίτσι δημιουργεί χρόνο μέσα στη μέρα για να προλάβει να κάνει όλα αυτά που θέλει και χαίρομαι πάρα πολύ που βρήκε χρόνο για αυτή τη συνέντευξη, ώστε να μάθουμε περισσότερα για εκείνη και τα σχέδιά της για το μέλλον. Πάμε λοιπόν να δούμε τι μας είπε.
Καταρχήν θέλω να σε ευχαριστήσω που μας δίνεις το χρόνο να μιλήσουμε μαζί σου, να μάθουμε για σένα.
Εγώ σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Σε αγαπάμε πάρα πολύ. Εγώ σε λατρεύω, δεν το συζητώ. Λατρεύω τα βιβλία σου και νομίζω τα αγαπάνε και τουλάχιστον οι αναγνώστες μου σίγουρα. Φάνηκε από όταν μπήκε ο διαγωνισμός για την τριλογία, έγινε σφαγή στο site. Αλλά νομίζω έχουνε κι ένα δίκιο.
Χαίρομαι πάρα πολύ. Να σου πω αλήθεια, εγώ θέλω απλά να διαβάζουνε τις ιστορίες μου και να τους ταξιδεύουν. Δεν θεωρώ ότι είναι τα βιβλία μου κάτι που θα διαβάσει ο άλλος και θα πει «Ρε φίλε, εντάξει τώρα, είναι ένα βιβλίο που πραγματικά μου άλλαξε την κοσμοθεωρία». Προσωπικά, μου αρέσει εξίσου όταν κλείνω ένα βιβλίο και σκέφτομαι «Ναι, αυτό ήταν ένα βιβλίο που απόλαυσα». Έτσι, αυτό είναι που θέλω και για τα δικά μου, να το κλείνει ο αναγνώστης και να σκέφτεται πως διάβασε μία ωραία ιστορία.
Είναι να καταλαβαίνεις και να ξέρεις τι περιμένεις από κάθε βιβλίο, για να δεις αν είναι αυτό που πήρες ή όχι.
Γενικά στο είδος αυτό, είναι πολύ δύσκολο να διαβάσεις κάποιο που πραγματικά να το ξεχωρίσεις. Θέλει ένα κράμα πραγμάτων, τους χαρακτήρες, την γραφή και ένα ιδιαίτερο θέμα.
Οπότε έχουμε: Αγαπημένη Νέα Υόρκη, αγαπημένοι ήρωες, Μανχάταν. Μας ταξιδεύεις Αμερική και μένουμε στην Αμερική;
Πάμε λίγο πιο δυτικά αυτή τη φορά, στη Βοστώνη.
Ωραία. Κι εκεί τι περιμένουμε να δούμε; Τι θα έχει το καινούριο βιβλίο;
Εκεί είναι μία πολυκατοικία και είναι η ιστορία των ενοίκων. Είναι δύο ιστορίες σε ένα βιβλίο. Βλέπουμε την ιστορία του ισογείου, στο οποίο μένει ο Τζούλιαν και η Ολίβια. Ο Τζούλιαν έχει έναν αδερφό τον Κάρτερ και η Ολίβια μία κολλητή την Έμμα, που μένουνε και οι δύο στο δεύτερο. Αυτές οι δύο ιστορίες εξελίσσονται παράλληλα. Και επιπλέον στον τέταρτο, μένει η αδερφή των αγοριών, που έχει και αυτή ένα ρόλο στην ιστορία. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέη. Στο πρώτο μέρος είναι η ιστορία του ζευγαριού του ισογείου, στο δεύτερο μέρος η ιστορία του ζευγαριού που μένει στον δεύτερο όροφο. Και στο τρίτο μέρος μπλέκονται όλοι μαζί, καθώς ήδη συνδέονται με συγγενικές ή φιλικές σχέσεις μεταξύ τους.
Και πως και πάμε Βοστώνη αυτή τη φορά και όχι Νέα Υόρκη;
Νέα Υόρκη, τελείωσε η τριλογία δυστυχώς. Για μία στιγμή μπήκα στον πειρασμό να «πω πως έχουμε και τέταρτο», αλλά γρήγορα το ξεπέρασα. Οπότε, αυτή τη φορά πάμε Βοστώνη. Την είχα επισκεφτεί τον Απρίλιο και πραγματικά τη λάτρεψα. Είναι μία πόλη που συνδυάζει πάρα πολλά πράγματα. Έχει το ευρωπαϊκό στοιχείο επειδή ήτανε από τις πρώτες αποικίες – τα κτίρια είναι πλινθόκτιστα, είναι αγγλικού τύπου. Και στο ενδιάμεσο ξεπηδούν και οι ουρανοξύστες. Έτσι συνδυάζει και την Ευρώπη και την Αμερική. Είναι πανέμορφη πόλη.
Και θα μείνουμε εκεί σε ένα βιβλίο; Πως το έχεις στο μυαλό σου;
Ένα ναι, είναι αυτοτελές. Μετά… βλέπουμε.
Αμερική πήγαμε. Νέα Υόρκη, λατρεύεις. Από τις πόλεις που αγαπάς. Είχες ταξιδέψει εκεί, την αγάπησες και αποφάσισες να αφιερώσεις τρία βιβλία σου σ’ αυτή. Βοστώνη, πάλι από ταξίδι. Γενικά τα ταξίδια σ’ αρέσουν, σε εμπνέουν, σε καλούν να γράψεις για τα μέρη που πας;
Δεν ξέρω αν είναι τόσο σημαντικό για μένα ένα ταξίδι για να έρθει η έμπνευση. Θεωρώ όμως πως ένα ταξίδι ούτως ή άλλως σου δίνει εικόνες. Οπότε παίρνεις άλλες προσλαμβάνουσες. Και η Αμερική είναι ένας τόπος τον οποίο, τουλάχιστον, ειδικά τη Νέα Υόρκη, εγώ την έχω σαν πηγή έμπνευσης. Δεν είναι τόσο η αγάπη μου απλά για την πόλη, όσο για αυτό που σηματοδοτεί για μένα. Γιατί την πρώτη φορά που πήγα, ξεκίνησα να γράφω, έκανα μια έκθεση φωτογραφίας και θεωρώ ότι με ενέπνευσε και μου ξεκλείδωσε πράγματα. Οπότε η αγάπη μου για τη Νέα Υόρκη είναι αυτό που συμβολίζει.
Είναι πολλά, ναι. Έτσι όπως το περιγράφεις. Για κάποιον ειδικά που ξεκινάει κάτι καινούριο.
Ναι, λάτρευα την πόλη, αλλά μετά το ταξίδι μου, ξεκίνησε μια νέα σελίδα στη ζωή μου που την έχω συνδέσει με αυτή και νομίζω ότι αν δεν πήγαινα αυτό το ταξίδι δεν θα συνέβαινε. Γιατί όταν γύρισα, μετά από δύο μήνες, ξεκίνησα να γράφω. Τότε, ήταν το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, το οποίο δεν εκδόθηκε ποτέ, αλλά ήταν το πρώτο βιβλίο που τελείωσα και διαδραματιζόταν στην πόλη.
Για την Αθήνα εδώ θα έγραφες κάτι; Μια ιστορία που θα συνέβαινε εδώ;
Δεν ξέρω. Θεωρώ ότι μέσα από το βιβλίο πρέπει να ταξιδεύεις, και πόσο μάλλον ο συγγραφέας που το γράφει καθαρά για την ψυχή του. Να ταξιδεύει και να του δίνει εικόνες. Θεωρώ πως κάποια στιγμή θα ‘ρθει κι η ώρα της.
Μέχρι στιγμής έχουμε δει ζευγάρια, έχουμε δει φίλους, φίλες στα βιβλία σου. Αυτοί οι χαρακτήρες είναι πραγματικοί, φανταστικοί, έχουν κομμάτια δικά σου, κομμάτια ατόμων που γνωρίζεις;
Όλοι τους φανταστικοί. Όλοι τους είναι φανταστικοί άνθρωποι!
Και μιλάτε; Τα λέτε; Συνεχίζετε να έχετε αυτή τη σχέση που είχατε και μετά το τέλος του βιβλίου; Ή τους κλείνεις την πόρτα κάποια στιγμή;
Μετά το τέλος τούς αφήνω ότι είναι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι, οπότε αισθάνομαι κι εγώ καλά μ’ αυτό. Θεωρώ ότι οι ιστορίες, για μένα τουλάχιστον, είναι κάτι που βγαίνει τελείως από ένα μέρος που δεν ξέρω κι εγώ από που υπάρχει και από που βγαίνουν όλοι αυτοί. Το ‘χε περιγράψει πάρα πολύ καλά ένας συγγραφέας που είχε γράψει «Το βιβλίο των Μπάλτιμορ» και το «Η αλήθεια για την υπόθεση του Χάρρυ Κέμπερντ» που έλεγε ότι για ένα συγγραφέα όταν οι χαρακτήρες έρχονται είναι μία στιγμή ησυχίας στο κεφάλι του και ξαφνικά είναι σαν να έρχεται ένα σχολικό με παιδιά νηπιαγωγείου, που αρχίζουν να μιλάνε, φωνάζουν και κατεβαίνουν και πια μένουν εκεί. Νομίζω ότι αυτό το χαρακτηρίζει απόλυτα. Ότι έχεις τις στιγμές ηρεμίας και μόλις έρθει η ιστορία και η έμπνευση και σου έρθουνε και οι ήρωες, γίνεται μέσα στο κεφάλι σου πανικός. Όταν γράφω ταυτίζομαι πάρα πολύ με τους χαρακτήρες. Και το συναίσθημα που θα το περιέγραφα είναι όπως όταν ερωτεύεσαι. Παθιάζεσαι μαζί τους, θες να δεις τι κάνουνε, πως είναι, δηλαδή θέλω να γράφω να βλέπω την εξέλιξή τους. Είναι ένα περίεργο συναίσθημα, αλλά νιώθω ότι τους ερωτεύομαι. Έχω αυτόν τον ενθουσιασμό να δω τι κάνουνε, πως είναι, πως περνάνε στη ζωή τους και να τους αφήσω να ‘ναι καλά. Και μετά το τέλος, δηλαδή τώρα είναι τέσσερα βιβλία, δεν μπορώ να σκεφτώ ποιον αγαπάω περισσότερο. Είναι μέρες που λέω «ναι, μ’ αρέσει καλύτερα αυτό», την άλλη θα πω «ναι μωρέ, αλλά να, είναι και ο άλλος, αλλά να, είναι κι αυτή μετά».
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα παιδιά σου όπως λέμε.
Ναι. Γιατί όλα τα βιβλία γράφτηκαν με τον ίδιο «πόνο» και συναισθηματικό κόπο οπότε δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο. Παθιάστηκα με όλους τους πάρα πολύ για να ξεχωρίσω κάποιον ή κάποια.
Είπες πριν ότι το ταξίδι στη Νέα Υόρκη ήταν αυτό που σε ώθησε τελικά να γράψεις, οπότε αυτός ήταν ο λόγος που ξεκίνησες τελικά να γράψεις. Είδες τις εικόνες, έβγαλες τις φωτογραφίες σου τις υπέροχες, έκανες μια έκθεση και άρχισες πραγματικά να γράφεις και να γίνεσαι η Τατιάνα που ξέρουμε σαν συγγραφέα. Από τότε πως έχεις εξελιχθεί; Τα πράγματα στη ζωή σου πως έχουνε βγει;
Νιώθω πως εξελίσσομαι και «κινούμαι μπροστά» σε όλους τους τομείς της ζωής μου και αυτό για μένα είναι το πιο σημαντικό. Δεν μπορώ να νιώθω πως είμαι στάσιμη σε ένα σημείο.
Σαν συγγραφέας νιώθεις ότι προχωράς, ωριμάζεις;
Να σου πω την αλήθεια, εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω. Συνήθως μου το λέει η Μαρία (εννοεί την Μαρία Μπακάρα) αυτό. Κι όταν μου το λέει πάντα τη ρωτάω «ρε αλήθεια!» και μου λέει «λες να σου λέω ψέματα;». Αλλά εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω γιατί για μένα είναι η ίδια διαδικασία, οπότε εγώ δεν μπορώ να αντιληφθώ αν εξελίσσεται η γραφή μου. Εγώ απλά λέω την ιστορία όπως τη νιώθω.
Φαίνεται ότι κάποια πράγματα σιγά σιγά προχωρούνε λίγο καλύτερα, οπότε, έχεις δει εσύ ότι σου βγαίνει και πιο εύκολα, κάποιες σκηνές που δεν μπορούσες να τις γράψεις παλιότερα να τις γράφεις πιο καλά ή πιο άνετα;
Να σου πω την αλήθεια, το ίδιο μου φαίνεται.
Είναι η κατάσταση η ψυχολογική, το συναίσθημα και η ιστορία ουσιαστικά που θα σε φέρουνε στη φάση αυτή έτσι;
Απλά αυτό που έχω δει ως διαφορά στη διαδικασία της συγγραφής είναι πως πλέον μπορώ να συγκεντρωθώ πιο εύκολα. Έχω ένα μεγάλο θέμα συγκέντρωσης, που με πήγαινε πολύ πίσω στα πρώτα βιβλία, γιατί μπορεί να καθόμουνα τρεις και τέσσερις ώρες και να έχω γράψει δυο σελίδες. Τώρα, όσο περνάνε τα βιβλία, έχω μάθει λίγο καλύτερα να το διαχειρίζομαι αυτό και οι ώρες που κάθομαι να γράψω να είναι πιο «παραγωγικές» από πριν και να μην μου αποσπά την προσοχή ένα χνουδάκι που θα δω στον καναπέ!
Οπότε υπάρχει πρόγραμμα στη συγγραφή;
Ναι. Νομίζω πως πρέπει να το βάλεις ενεργά στην καθημερινότητά σου, όπως κάθε άλλη δουλειά. Να το κάνεις να σου γίνει συνήθεια, ώστε όταν δεν γράφεις για μία, δύο, τρεις ημέρες, να σου φαίνεται περίεργο.
Και έχεις και στόχο σελίδες, λέξεις…;
Όχι, απλά όταν ξεκινώ ένα βιβλίο κάθομαι σχεδόν κάθε ημέρα για κάποιες ώρες και γράφω. Είναι πολύ καλύτερα να έχεις μια γραμμένη σελίδα, ακόμα και κακογραμμένη, γιατί μετά μπορεί να τη σβήσεις αν δεν σ’ αρέσει. Ξέρεις τι λειτούργησε και τι όχι στην πλοκή. Οπότε, ακόμη και να γράψεις κάτι που δεν σου αρέσει μετά, μπορείς να το σβήσεις. Το θέμα είναι να γραφτεί, μετά μπορείς να κάνεις τις διορθώσεις σου, μπορείς να κάνεις τις επεμβάσεις σου.
Διορθώσεις κάνεις στο τέλος ή και στη διάρκεια; Το περνάς πολλές φορές το γραπτό;
Ναι στο τέλος. Δεν το περνάω πάρα πολλές η αλήθεια είναι. Το θεωρώ πολύ επεμβατικό. Βγαίνει η ιστορία έτσι όπως πρέπει να βγει. Το ‘χω πολύ ρομαντικά στο μυαλό μου, ότι οι χαρακτήρες παίρνουν τα ηνία μόνοι τους, κάνουν την ιστορία δική τους. Στο μόνο που επεμβαίνω είναι κάποιες επεξηγήσεις, κάποιες προτάσεις που δείχνουν περισσότερο τη στιγμή και την ψυχολογία των ηρώων, αλλά ως εκεί.
Οπότε έχεις ένα γενικό σκαρίφημα της ιστορίας, που θες να πάει αλλά θα την αφήσεις να πάει όπου σε πάνε. Οπότε λογικό είναι μετά να μη θες να το αλλάξεις πολύ γιατί δεν είναι τόσο αυθόρμητο μετά, γίνεται πολύ πιο στημένο.
Ναι. Εμένα δεν μου αρέσει να το παιδεύω πάρα πολύ γιατί νομίζω ότι μετά χάνει τη δυναμική του. Είναι σε άλλους συγγραφείς που δουλεύει πάρα πολύ αυτό. Προσωπικά δεν βρίσκω ότι με βοηθάει. Δηλαδή σκέψου ότι το πρώτο βιβλίο της τριλογίας που σου έλεγα που δεν θα εκδοθεί, ήταν ένα βιβλίο το οποίο ήθελε τεράστιες αλλαγές, γιατί είχε γραφτεί ακόμα και σε τελείως άλλη δομή. Ήθελε αλλαγές τις οποίες αποφάσισα ότι δεν θέλω να τις κάνω, γιατί δεν θέλω να μπω σε αυτή τη διαδικασία. Προτιμώ να βγάλω μία καινούρια ιστορία και να αφήσω το άλλο σαν πρώτο πείραμα.
Αυτό που σε δυσκολεύει περισσότερο στη γραφή σου θα έλεγες ότι είναι αυτό, η αυτοσυγκέντρωσή σου μόνο, δεν είναι κάτι άλλο. Έχεις τις ώρες που ξέρεις ότι μπορείς να γράψεις και είσαι οκ. Καλό αυτό! Όπως είπες αφήνεις τους ήρωές σου να προχωρήσουν ελεύθερα, να πάνε εκεί που θέλουνε, δεν θες να τους οδηγήσεις συγκεκριμένα, να μην αποκλίνουνε.
Μπορώ να σου πω ότι με τον χαρακτήρα που αγαπώ πάρα πολύ αλλά δεν έχω κανένα κοινό και δεν θα έχω ποτέ κανένα κοινό, είναι ο Τζέισον από το «Ένα Βράδυ». Αλλά και πάλι, δεν επενέβησα πολύ δραστικά γιατί θεωρώ ότι δεν θα ήταν πια αυθεντικός ο χαρακτήρας. Ήθελα να γραφτεί έτσι, ήθελε εκείνος να γραφτεί έτσι, οπότε δεν έκανα πολλές επεμβάσεις.
Δεν θα ήταν ο Τζέισον στο τέλος.
Ναι. Θα ήταν μια καρικατούρα ή κάτι που θα μπορούσε να είναι, που νομίζω θα ήταν χειρότερο. Γιατί και τώρα οι επιδράσεις είναι ή ότι θα αρέσει πάρα πολύ σε κάποιον ή δεν θα του αρέσει καθόλου. Προτιμώ αυτά τα δύο, παρά να έχω κάποιον που θα πει «ε, ναι εντάξει, ποιος είπαμε ότι είναι πάλι αυτός;».
Ενώ τώρα μένει, είναι αυθεντικός.
Κι είναι άτομο το οποίο δεν το συμπαθούνε καθόλου ως χαρακτήρα ή είναι ο αγαπημένος τους. Άλλωστε, είναι όπως στη ζωή μας. Κανείς δεν θα είναι ποτέ αποδεκτός απ’ όλους. Τα ελαττώματά μας είναι αυτά που μας κάνουν ρεαλιστικούς και αυτή είναι μία συμβουλή της Άρτεμις που με είχε βοηθήσει πολύ και πάντα τη θυμάμαι.
Έχεις πιάσει τον εαυτό σου την ώρα που λες κάποια πράγματα να συνειδητοποιείς ότι είναι η πρώτη φορά που το συνειδητοποιείς ότι το κάνεις ή το ακολουθείς σαν συγγραφέας ή ότι ναι, είμαι στο σωστό δρόμο, λέγοντάς το, στο πως, τι να ακολουθήσουνε ας πούμε οι μαθητές σου στα μαθήματα δημιουργικής γραφής;
Όχι πάρα πολύ. Αυτό που προσπαθώ να μεταδώσω – αν κάτι θέλω να μεταδώσω και να πάρουνε – είναι αυτό. Να έχουν εμπιστοσύνη στο γραπτό τους και στη δική τους φωνή. Και αν σε κάποιον δεν αρέσει, δεν στερεί την δική σου αξία. Όπως ένας πίνακας του Πικάσο, αν εσένα δεν σου αρέσει, δεν είναι ότι είναι κακός καλλιτέχνης, είναι ότι για κάποιον λόγο εσένα δε σε άγγιξε.
Είναι μεγάλη η έκθεση που έχει ένας συγγραφέας;
Νομίζω πως ναι. Γιατί ουσιαστικά βάζεις πράγματα από τον εσωτερικό σου κόσμο στο χαρτί και δίνεις βήμα στον καθένα να δει τις σκέψεις σου, τις ελπίδες σου, τις επιθυμίες σου, πολλές φορές και να κρίνει αυτές.
Την ψυχή σου στο χαρτί. Ένιωσες άνετα μ’ αυτή την έκθεση απ’ την αρχή;
Οοοόχι… Ούτε καν! Ακόμα δεν νιώθω. Δηλαδή ακόμα αισθάνομαι μία συστολή. Δεν είμαι πολύ άνετη, είμαι και κάπως ακοινώνητη, οπότε καταλαβαίνεις!
Την πρώτη φορά που θα δώσεις το γραπτό σου να το διαβάσει κάποιος άλλος εκτός από σένα, ποιος θα είναι;
Η Μαρία Μπακάρα. Η Κατερίνα Παπασωτηρίου. Ο Μιχάλης και η Άρτεμις. Αυτούς εμπιστεύομαι.
Είναι οι φωνές που ξέρεις ότι θα σου μιλήσουν ανοιχτά και ξεκάθαρα;
Πολλές φορές θα μου πούνε όλοι ότι σ’ αυτό το σημείο αυτό δε λειτουργεί, δες το λίγο ή εδώ είναι λίγο υπερβολικό, μάζεψέ το.
Αλλά θα πάει το ολοκληρωμένο γραπτό;
Ναι ναι. Παλιά πήγαινε τμηματικά. Τώρα είναι αυτό που σου λέω, αισθάνομαι πιο σίγουρη, οπότε θέλω να τελειώσει πρώτα η ιστορία, ώστε να πάει ολόκληρο.
Εμπνέεσαι είπες από τα ταξίδια σου. Είναι αυτή η μόνη, η ανεξάντλητη πηγή ιδεών και εμπνεύσεων, είναι οι άνθρωποι, είναι συναισθήματα, καταστάσεις…;
Έχω προσπαθήσει πολλές φορές να προσδιορίσω τη στιγμή που σου ‘ρχεται η ιδέα του επόμενου βιβλίου. Δεν μπορώ να καταλάβω πότε είναι αυτή η στιγμή. Μπορεί να έχω χιλιάδες ιδέες, φαντάζομαι σε όλους τους συγγραφείς συμβαίνει αυτό, να έχεις χιλιάδες ιδέες αλλά να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τη στιγμή που απ’ τις χιλιάδες ιδέες η μία είναι αυτή που θα γραφτεί. Είναι απλά μία ιδέα που θα σου ‘ρθει που δε θα σταματήσεις να τη σκέφτεσαι, μέχρι να ξεκινήσεις να τη γράφεις. Κι είναι πολύ περίεργο για το πως λειτουργεί όντως η έμπνευση.
Κι αυτά μπορεί να μείνουνε ξεχασμένα μέχρι που να ‘ρθει η κατάλληλη στιγμή που να το ξαναπιάσεις; Μπορεί και όχι; Μπορεί και ποτέ;
Συνήθως, άμα μου ‘ρθει η ιδέα, ξεκινάμε γράφουμε, ξεχνάω τον έξω κόσμο, «μαμά σ’ αγαπώ, στέλνε απλά φαγητό»! Τα λέμε σε δυο μήνες, μετά τη χειμερία νάρκη.
Και πως τα βολεύεις με το site που έχεις, τις υπόλοιπες δουλειές;
Καλό προγραμματισμό θέλει. Γενικά είμαι πολύ οργανωτικός τύπος και δουλεύω πάρα πολύ με το πρόγραμμα και σε εμένα λειτουργεί πολύ αυτό επειδή ακριβώς αφαιρούμαι πολύ εύκολα, έχω βρει ότι όσο πιο στενά πλαίσια μου δώσεις, τόσο περισσότερο συγκεντρώνομαι.
Κοιμάσαι ποτέ;
Ω, ο ύπνος είναι κάτι τόσο υπερεκτιμημένο άλλωστε σ’ αυτή τη ζωή! Κοιμάμαι τέσσερις ώρες το βράδυ και μετά λίγο μεσημέρι, αλλιώς δε βγαίνει η μέρα. Είναι τα καλά του freelancing αυτά.
Εντάξει, αλλά άμα είναι αυτό που αγαπάς. Πράγματα που σε γεμίζουν και σ’ αρέσουν!
Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.
Κι έχεις και το Μιχάλη, που από ότι τον έχω δει εγώ τουλάχιστον είναι πολύ υποστηρικτικός. Είναι καλό παιδί, ήσυχος, σ’ αφήνει εκεί πέρα.
Ναι ναι. Όταν γράφω κλείνει τα φώτα – γιατί μόνο έτσι γράφω – και μου λέει «Εγώ δεν θα σε ενοχλήσω, βγαίνω έξω να διαβάσω».
Είσαι πολύ τυχερή! Γιατί είναι καλό αυτό. Έχεις έναν άνθρωπο που σε καταλαβαίνει και σ’ αφήνει ελεύθερη να κάνεις αυτά που θες.
Ναι. Και με υποστηρίζει πολύ και θέλει να με βλέπει να εξελίσσομαι, όπως θέλω κι εγώ να με βλέπω να εξελίσσομαι, δεν μ’ αρέσει καθόλου να μένω στάσιμη σε οτιδήποτε. Θεωρώ ότι ο άνθρωπος πρέπει να εξελίσσεται, ακόμα και στις ιδέες του, στις συμπεριφορές του. Δηλαδή και οι ιδεολογίες που είχα σαν έφηβη, όπως όλοι μας, έχουνε αλλάξει, έχουν εξελιχθεί γιατί, εντάξει, όσο περνά ο καιρός μαθαίνεις, βλέπεις, ακούς. Και όπως επιθυμεί το ίδιο εκείνος για εμένα, έτσι και εγώ για εκείνον.
Ξέρουμε, τα βιβλία σου τα έχουμε διαβάσει, ξέρουμε το είδος που γράφεις, μας αρέσει, το λατρεύουμε, είναι αυτό που λες ότι «θα διαβάσω ένα βιβλίο γιατί θέλω να το διαβάσω». Εσύ τι βιβλία διαβάζεις;
Διαβάζω κυρίως contemporary, αλλά και ό,τι άλλο μου τραβήξει το ενδιαφέρον. Ακόμα και στο είδος μου, δεν έχω αγαπημένους συγγραφείς, έχω αγαπημένα βιβλία. Γιατί μπορεί ένας συγγραφέας να γράψει κάτι που δεν μου ταιριάζει, οπότε είμαι από εκείνους που τους τραβά μόνο το οπισθόφυλλο. Υπάρχουν συγγραφείς που λέω «βγαίνει καινούριο βιβλίο, ωραία» – ναι, θα είναι το πρώτο που θα τσεκάρω υπόθεση, αλλά αν θα το διαβάσω εξαρτάται με την υπόθεσή του.
Ποιο βιβλίο θα ήθελες να έχεις γράψει;
Θα ήθελα να είχα γράψει το τελευταίο της Colleen Hoover ας πούμε, το «All your perfects» που είναι συγκλονιστικό βιβλίο. Δεν είναι ότι ζηλεύω τη γραφή, είναι ότι ζηλεύω τα μηνύματα και τα συναισθήματα που περνάνε μέσα απ’ τις σελίδες. Μία από τις αγαπημένες μου, είναι η Brittainy C. Cherry. Τα βιβλία της ξεχειλίζουν από συναισθήματα. Κάθε φορά που γυρνάς μια σελίδα, νιώθεις ότι ξεχειλίζει η σελίδα της συναίσθημα. Ο τρόπος που βάζει τις λέξεις στη σειρά, που περιγράφει, ξεχειλίζει συναισθήματα. Αυτό θα ‘θελα και εγώ πάρα πολύ.
Οπότε γενικά, αν καταλαβαίνω, σ’ αρέσει το ελεύθερο, όχι στημένο γράψιμο, όχι τόσο το λυρικό αλλά να έχει κάτι να πει, σ’ αυτό που λέει, στην ιστορία του.
Ιστορίες καθημερινές για καθημερινούς ανθρώπους που μπορείς να συναντήσεις δίπλα σου. Τα βιβλία μου δεν έχουνε πολλές υπερβολές, είναι πράγματα που πραγματικά μπορείς να συναντήσεις δίπλα σου. Εμένα αυτό μου αρέσει να διαβάζω, αυτό μου αρέσει να γράφω κι αυτό που απολαμβάνω περισσότερο είναι να μπαίνω σε ειδικές ψυχοσυνθέσεις και να τις ανακαλύπτω. Να «ψάχνω» πως ένας τύπος σαν τον Τζέισον μπορεί να ερωτευτεί. Να «ψάχνω» πως κάποιος σαν τον Σεμπάστιαν μπορεί να φύγει από ένα πένθος, ή μπορεί να το ξεπεράσει και να βγει λίγο από αυτό. Ή πως μια κοπέλα σαν την Έλι, μπορεί να αφήσει πίσω της όλες τις αλυσίδες και να προχωρήσει μπροστά. Γι’ αυτό μου αρέσει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, γιατί μπαίνω τελείως μέσα στον χαρακτήρα, γίνομαι ένα με αυτόν και βιώνω μαζί του όλα τα συναισθήματα. Θεωρώ ότι για μένα είναι πιο άμεσο το πρώτο πρόσωπο.
Προτιμάς να λες την ιστορία, μέσα από την ιστορία και να τη ζεις.
Να ζω την ιστορία μαζί με τους ήρωες.
Είναι δυνατή γραφή η πρωτοπρόσωπη.
Θεωρώ ότι είναι πιο άμεση. Βέβαια, μπορείς να βρεις και τριτοπρόσωπες πολύ πιο άμεσες, αλλά για μένα – ως συγγραφέα – βλέπω ότι νιώθω πιο πολύ σύνδεση με τους χαρακτήρες μου όταν είναι πρωτοπρόσωπη η αφήγηση και σε ενεστώτα.
Περιμένουμε το καινούριο βιβλίο, «18 σκαλιά», το οποίο βγαίνει;
Βγαίνει αρχές Δεκέμβρη. Μπορεί και λίγο πιο νωρίς, αλλά το χρονοδιάγραμμα λέει για Δεκέμβριο.
Οπότε για τα Χριστούγεννα θα είμαστε έτοιμοι, με καινούριο βιβλίο, ότι πρέπει! Θα τα ξαναπούμε μέχρι τότε, θα έχουμε πάλι νέα σου. Χάρηκα πάρα πολύ που μιλήσαμε.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ και για τη συνέντευξη, για τη στήριξη.
[…] αυτή τη φορά στη Βοστώνη, όπως μου είχε πει και στη συνέντευξη που μου παραχώρησε τον Οκτώβρη και που ελπίζω να […]