Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
«Το Γλυκό Πεπρωμένο» είναι ένα βιβλίο για την απώλεια και πως τη διαχειρίζεται κανείς, αλλά είναι και ένα βιβλίο για τους ανθρώπους και το χαρακτήρα τους. Αλήθεια, τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να κάνει ή να πει κανείς όταν πρόκειται για την ψυχική ηρεμία μιας ολόκληρης πόλης;
Το Σαμ Ντεντ είναι μια μικρή πόλη στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης, στα σύνορα με τον Καναδά. Είναι μια μικρή ήσυχη πόλη που οι κάτοικοί της γνωρίζονται λίγο πολύ όλοι μεταξύ τους και που έχει πάρει το όνομά της από τον άνθρωπο που κάποτε του ανήκε όλη η γύρω έκταση. Οι κάτοικοί της είναι φτωχοί μεροκαματιάρηδες όλων των ειδών. Από τον πιο τίμιο και πιστά εργαζόμενο μέχρι τον πιο τεμπέλη μικρό λαθρέμπορο. Το γεγονός η πόλη είναι πέρασμα των τουριστών και των σκιέρ που πηγαίνουν στα Αντίροντακ, έπεισε πολλούς από αυτούς ότι θα έβγαζαν χρήματα από τους τουρίστες. Μέγα λάθος, καθώς το μόνο που κέρδισαν είναι κάποια κίνηση παραπάνω και τίποτε άλλο.
Μια μέρα όπως όλες οι άλλες, η Ντολόρες πήρε το σχολικό της και ξεκίνησε να μαζεύει τα παιδιά της πόλης ακολουθώντας το καθημερινό δρομολόγιό της. Όταν πια το λεωφορείο γέμισε και όλα τα παιδιά είχαν επιβιβαστεί, όσα δηλαδή δεν είχαν μείνει στο σπίτι με κάποια ίωση, συνέχισε πιο ανάλαφρη για τον τελικό της προορισμό και το σχολείο. Στο δρόμο όμως έγινε ένα τραγικό ατύχημα που έφερε τα πάνω κάτω στη μικρό πόλη. Η Ντολόρες επέζησε, όχι όμως και όλα τα παιδιά που μετέφερε με το λεωφορείο της. Τα πιο άτυχα από αυτά βρίσκονταν στο πίσω μέρος του λεωφορείου, αυτό που βυθίστηκε στο παγωμένο νερό. Το σοκ ήταν μεγάλο για τη μικρή πόλη.
Τα γεγονότα πριν και μετά από το ατύχημα, αφηγούνται τέσσερις άνθρωποι. Πρώτη ξεκινάει η Ντολόρες, η οδηγός του λεωφορείου που μας μιλάει για την ίδια, για την πόλη τους, για τον άντρα της τον Άμποτ που μετά το εγκεφαλικό είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι με αχρηστευμένη την αριστερή του πλευρά και δυσκολίες στην ομιλία, για το πως κατέληξε να είναι η οδηγός του σχολικού και τι σημαίνουν αυτά τα παιδιά για εκείνη. Μιλάει για τα συναισθήματά της, πριν και μετά το ατύχημα και για όσα συνέβησαν από τη δική της πλευρά.
Τη σκυτάλη παίρνει ένας πατέρας που ήταν αυτόπτης μάρτυρας του ατυχήματος στο οποίο έχασε τα δυο του παιδιά. Ένα πλήγμα παραπάνω μετά το χαμό της γυναίκας του. Όμως ο Μπίλι Άνσελ μιλάει για πολλά περισσότερα. Μιλάει για το πως ήταν η ζωή τους παλιά, τα λάθη που έκανε και που μετά τα μετάνιωσε. Μιλάει για τον άνθρωπο που ήταν και για τον άνθρωπο που έγινε, αλλά και για τον άνθρωπο που νομίζουν οι άλλοι πως είναι.
Πίσω του ακολουθεί ο δικηγόρος που εμφανίστηκε στην πόλη μόλις έμαθε για το ατύχημα και προσπαθεί να πείσει όσους επλήγησαν από αυτό να πάρουν μέρος σε μια διαμάχη με την πολιτεία και τους υπεύθυνους και να ζητήσουν αποζημίωση. Δεν είναι φυσικά ο μόνος που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το τραγικό δυστύχημα, αλλά είναι ο μόνος που παραθέτει την άποψή του στο βιβλίο. Οι περισσότεροι δεν συμπαθούν τους δικηγόρους, όμως η υπόσχεση για μια πολύ υψηλή αποζημίωση είναι αυτή που θα τραβήξει τους κατοίκους της μικρής πόλης όπως το φως τις νυχτοπεταλούδες. Ο συγκεκριμένος όμως, είναι ένας άνθρωπος με πολλή οργή μέσα του αφού έχει κι αυτός τους δικούς του προσωπικούς εφιάλτες να τον κατατρώνε. Πιστεύει δηλαδή, πως δεν εκμεταλλεύεται την κατάσταση, αλλά πως πραγματικά βοηθάει αυτούς τους ανθρώπους.
Η Νικόλ, ένα από τα κορίτσια που επέβαιναν στο λεωφορείο και κατάφερε να βγει ζωντανή από τον εφιάλτη, αλλά με τεράστιο κόστος είναι η τέταρτη φωνή που περιγράφει την ιστορία. Και είναι η Νικόλ που θα δώσει τη θεραπεία στον πυρετό των μηνύσεων που έχει καταλάβει τους συμπολίτες της. Ο τρόπος της είναι αντισυμβατικός και σε βάρος κάποιων αθώων ανθρώπων, αλλά φαίνεται πως τη συγκεκριμένη στιγμή, στη συγκεκριμένη περίπτωση και για τους συγκεκριμένους ανθρώπους είναι ίσως η καλύτερη λύση. Ίσως η καλύτερη λύση για την ίδια, αν και οι δικοί της εσωτερικοί δαίμονες δεν πρόκειται να σωπάσουν έτσι.
Τα συναισθήματα που έχει κανείς διαβάζοντας αυτό το βιβλίο είναι ανάμεικτα. Όμως πρέπει να έχει στο νου του ότι πρόκειται για μια απομακρυσμένη μικρή πόλη, στα τέλη της δεκαετίας του 80, ό,τι και αν σημαίνει αυτό.
Εκδόσεις Floral / Public / Ianos
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
O Russell Banks γεννήθηκε το 1940 στη Μασαχουσέτη και μεγάλωσε φτωχικά. Παρότι κέρδισε μια πανεπιστημιακή υποτροφία, παράτησε τις σπουδές του την έκτη εβδομάδα για να ταξιδέψει νότια, με σκοπό να καταταγεί στους αντάρτες που μάχονταν να ελευθερώσουν την Κούβα, υπό τον Φιντέλ Κάστρο. Κατέληξε όμως υπάλληλος σε πολυκατάστημα στη Φλόριντα, παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη.
Ο Banks ζει σήμερα στο Keene, στα βόρεια της Νέας Υόρκης, αλλά περνά τους χειμώνες του στο Μαϊάμι. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και διετέλεσε πρόεδρος του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων. Είναι παντρεμένος με την ποιήτρια Chase Twichell, την τέταρτη σύζυγό του. Έχει τέσσερις κόρες από προηγούμενους γάμους.