Με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου «Η Κερκόπορτα», το Chill and read και η Γεωργία Κωστοπούλου μίλησαν με τη συγγραφέα Μαρία Δ. Βλάχου και σας καλούν να τη γνωρίσετε κι εσείς λίγο καλύτερα!
-
Κυρία Βλάχου καταρχήν θα ήθελα να σας καλωσορίσω στο Chill and read και να σας ευχαριστήσω πολύ που δεχτήκατε να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη. «Η Κερκόπορτα» είναι το πρώτο σας βιβλίο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελκυστής. Πείτε μας δυο λόγια για το βιβλίο, έτσι όπως το βλέπετε εσείς.
Κυρία Κωστοπούλου, ευχαριστώ για το θερμό καλωσόρισμα και τη φιλοξενία του βιβλίου μου στην ιστοσελίδα σας.
«Η Κερκόπορτα» είναι το πρώτο μου εκδοτικό εγχείρημα που, μεσούσης της πανδημίας, έτυχε «ευήκοου ωτός» από τις Εκδόσεις Ελκυστής και τους ευχαριστώ ιδιαίτερα για την υποστήριξη και την ώθηση που πάντα χρειάζεται ένας δόκιμος συγγραφέας.
Το πρώτο μου διήγημα, εν προκειμένω, αφορά στην πορείας μιας ισχυρής οικογένειας του Νυμφαίου, της οποίας τα ηνία κρατά η μητέρα, πράγμα που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα της μητριαρχικής οικογένειας της κλειστής κοινωνίας του χωριού, κυρίως, του προηγούμενου αιώνα και της περιόδου της μεγάλης ακμής του. Μέσα από χαραμάδες που ανοιγοκλείνουν παρακολουθεί ο αναγνώστης την πορεία των μελών της στο χρόνο, όπως επίσης και των προσώπων που κινούνται στο περιθώριό της, ωστόσο λίγο, ως πολύ, προδιαγράφουν ή και ορίζουν τις εξελίξεις. Ο τίτλος ταυτίζεται με προδοτικές κινήσεις που ρίχνουν τον ίσκιο τους βαρύ πάνω στους πρωταγωνιστές και το μέλλον τους. Όλα κινούνται γύρω από το παιχνίδι του έρωτα, που άλλοτε απελευθερώνει, άλλοτε δεσμεύει, άλλοτε λυτρώνει. Παιχνίδια που ενίοτε φτάνουν μέχρι την τρέλα και τον θάνατο, έννοιες άρρηκτα δεμένες με την ανθρώπινη φύση και την αδυναμία της σάρκας.
Το δεύτερο διήγημα, «ο θρίαμβος των αφανών», παρακολουθεί την πορεία ενηλικίωσης μιας ομάδας παιδιών που μέσα από την διαδικασία του πόνου, κατακτούν -αναπόφευκτα- την ωριμότητα και οδηγούνται σε καθοριστικές αποφάσεις, εν μέσω πολιτικών εξελίξεων και ανατροπών, το δύσκολο καλοκαίρι του 1974.
Τέλος, η «παρένθεση» σχολιάζει το επίκαιρο φαινόμενο της νεομετανάστευσης ρίχνοντας παράλληλα λίγο φως σε ανθρώπους με αδυναμίες -εντελώς αντί ήρωες δηλαδή- και στρεβλές, ανθρώπινες σχέσεις. -
Ποιο ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με τον κόσμο της λογοτεχνίας και το αντικείμενο της συγγραφής;
Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα από γραπτά, που ποτέ δεν αποφάσιζα να δημοσιεύσω. Αν πρέπει να απαντήσω για έναυσμα, λοιπόν, θα έλεγα πως οτιδήποτε υπάρχει γύρω μου προς παρατήρηση, γίνεται αφορμή για ενδοσκόπηση και ανάλυση εντός μου. Άνθρωποι, γεγονότα, καταστάσεις, εικόνες, το πέρασμα του χρόνου και το αποτύπωμά του, η φύση οπωσδήποτε, επιζητούν την προσωπική μου ανάγνωση (καλώς ή κακώς). Δευτερευόντως, θα σημείωνα επίσης, ότι λόγω του εκπαιδευτικού μου ρόλου, πρέπει να έρχομαι σε επαφή με εκδηλώσεις, πρότζεκτ, δρώμενα κλπ. που όποτε διοργανώνονται απαιτούν κείμενα, σχολιασμό, διασκευή, συγγραφή και μετάφραση.
-
Πόσο εύκολο ή δύσκολο για σας ήταν να γράψετε το πρώτο σας βιβλίο;
Νομίζω ότι έχω ήδη απαντήσει στην ερώτησή σας με την παραπάνω απάντηση. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο, πέραν κάποιας έρευνας που όφειλα να κάνω ως προς την ντοπιολαλιά που εντάσσεται στους διαλόγους για να δώσω στο έργο ζωντάνια και παραστατικότητα.
-
Διαβάζοντας το βιβλίο σας, ο αναγνώστης νιώθει ότι έχετε άμεση σχέση είτε με την περιοχή είτε με τους χαρακτήρες του βιβλίου. Είναι κάποιοι από αυτούς πραγματικοί; Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το συγκεκριμένο βιβλίο;
Οι ρίζες μου είναι από το Νυμφαίο, το οποίο αποτελεί την γενέτειρα του πατέρα μου, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί. Οι δικοί μου δεσμοί, περιορίζονται σε διακοπές και καλοκαίρια, καθώς επίσης και στην θέρμη, όπως αυτή αποπνέεται από τις συγγενικές και φιλικές σχέσεις που αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της οντότητάς μου. Οι χαρακτήρες είναι όλοι προϊόν μυθοπλασίας. Ωστόσο, ονόματα, τοπωνύμια, δηλωτικά προέλευσης (π.χ. η Λίνα του Βράγκου), παρατσούκλια κ.α. είναι πραγματικά.
-
Το βιβλίο σας μου έφερε μνήμες από την παιδική μου ηλικία στο χωριό, παρόλο που δεν ήταν ορεινό χωριό, αλλά ούτε και μιλούν τη Βλάχικη γλώσσα. Πόσο ίδιοι και πόσο διαφορετικοί είναι πιστεύετε οι άνθρωποι των διάφορων περιοχών της χώρας μας;
Νομίζω πως είμαστε απ’ άκρου σ’ άκρον μια μικρή, κλειστή κοινωνία, τελικά.
Και είναι απόλυτα φυσικό να συμβαίνει αυτό, αφού μας χαρακτηρίζουν κοινοί δεσμοί ιστορίας, γλώσσας, θρησκείας αλλά αν πάμε και πιο πίσω, και απελευθερωτικοί αγώνες, που μάλλον έχουν σφυρηλατήσει κάποια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά στο πέρασμα των χρόνων. Πιο ειδικά, η ελληνική επαρχία παρουσιάζει στοιχεία που ενίοτε την καθιστούν κλειστή ή και φοβική απέναντι σε τρίτους (να πώς εξηγείται η τάση για ένοχα μυστικά που τρέφονται από πουριτανικά ήθη) αλλά, ενίοτε, ηρωική και γενναία στην αναζήτηση της αλήθειας.
-
Ποιος μυθιστορηματικός ήρωας από την ελληνική και ξένη λογοτεχνία, είναι ο αγαπημένος σας;
Ξεχωρίζω την «σιόρα Επιστήμη», από την «Τιμή και το χρήμα» του Κ. Θεοτόκη, η οποία καλείται να κρατηθεί στο ύψος των περιστάσεων που τα συντηρητικά ήθη του νησιού της υπαγορεύουν χωρίς να αδικήσει κανένα, αντιπαλεύει με τα μητρικό της αίσθημα, κρατάει ζωντανή την τιμή της οικογένειας χωρίς άλλα στηρίγματα, αποκαλύπτει την διαφθορά των ευγενών, διαχωρίζει το εξωτερικό περιτύλιγμα από την ουσία, απεχθάνεται την πολιτική διάβρωση και το ψέμα και παλινωδεί, χωρίς να παρεκκλίνει από τις ανθρώπινες αξίες της δικαιοσύνης, της αλήθειας, της εντιμότητας, της αρετής, της οικογένειας. Όλα τόσο, μα τόσο επίκαιρα και διαχρονικά!
Από την ξένη λογοτεχνία, με συγκλονίζει ο Σαίξπηρ με τον «βασιλιά Ληρ».
Ένας βασιλιάς χωρίς βασίλειο, το οποίο χρησιμοποιεί ως μέσον εκβιασμού της αγάπης των θυγατέρων του. Χειριστικός με απόλυτο τρόπο, φτάνει να ζητιανεύει την προσοχή των παιδιών του όταν ξεπέφτει και έρχεται αντιμέτωπος με τα γηρατειά, την απώλεια της εξουσίας και τον θάνατο. Παραδέρνει ανάμεσα στην τρέλα και τον θάνατο και θυμίζει την παρεμβατικότητα των σημερινών γονιών και κυρίως των Ελλήνων, που προσκολλώνται στα παιδιά τους, ευνουχίζοντάς τα τελικά. Μοναδική σκηνή παραμένει, για μένα, η μάχη του έκπτωτου βασιλιά με τα στοιχεία της φύσης, που κι εγώ αγαπώ να περιγράφω και να χρησιμοποιώ στα έργα μου.
-
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία σε σύγκριση με παλιότερες εποχές;
Αγαπώ εξίσου την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία όπως και την κλασσική. Νομίζω πως πολλοί σύγχρονοι λογοτέχνες έχουν επηρεαστεί από την κλασσική όσον αφορά στη γλώσσα, τις αφηγηματικές τεχνικές, την καθαρότητα του ύφους, τους διαλόγους, την ενσωμάτωση της ποίησης στο έργο τους, την χρήση της ιστορίας. Νομίζω πως έχει γίνει ένα αγαστό πάντρεμα αυτών των δύο σχολών, οπότε δεν τα ξεχωρίζω.
-
Γιατί πιστεύετε πως πρέπει να διαβάζουμε βιβλία;
Θα μου επιτρέψετε να δανειστώ το φετινό θέμα της Νεοελληνικής γλώσσας γι’ αυτήν την τελευταία απάντηση. «Το γιατρικό της αμόλυντης λογοτεχνίας».
Γιατί με την ανάγνωση, αντιμετωπίζουμε την θνητότητά μας, γιατί «συνομιλούμε με τους συγγραφείς που εγείρονται», γιατί οι μέρες και οι νύχτες ντύνονται τα διάφανα πέπλα τους, γιατί γιατρεύουμε τις αρρώστιες της ψυχής, γιατί χανόμαστε στο μαγικό βυθό των ιστοριών που τραγουδούν την σαγήνη τους. Γιατί τα βιβλία μπορούν να μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους, μπορούν να μας μπολιάζουν με αισιοδοξία και δύναμη.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας! Σας εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στο καινούριο σας βιβλίο καθώς και σε ότι ακολουθήσει!
Ευχαριστώ για την φιλοξενία και τον χρόνο σας.
Μαρία Δ. Βλάχου
