Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
«Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» για την Κάια και τη μητέρα της σήμενε μακριά, πολύ μακριά στα βάθη του δάσους και του βάλτου, εκεί που ήταν η ζωή τους. Αυτό της έλεγε ότι πρέπει να είναι το όριο όσον αφορά στο πόσο μακριά μπορεί να πάει για να εξερευνήσει τον αγαπημένο της τόπο, το βάλτο που περιβάλει τη ζωή τους αλλά και την καθημερινότητά τους.
Η Κάια και η οικογένειά της ζουν σε ένα καλύβι στο βάλτο της Βόρειας Καρολίνας. Στο μέρος αυτό δε ζουν πολλοί άνθρωποι, ούτε είναι κοντά ο ένας στον άλλο. Στο Μπάρκλι Κόουβ, ένα ήσυχο ψαροχώρι λίγο πιο πάνω από το βάλτο και το καλύβι που ζει η οικογένεια, πιστεύουν πως οι άνθρωποι του βάλτου δεν είναι νομοταγείς πολίτες, πως έχουν κάποιο λόγο που μένουν εκεί. Πως κρύβονται από κάποιον. Έτσι τους αφήνουν στην ησυχία τους, δεν τους πλησιάζουν. Για την ακρίβεια τους αποφεύγουν και δε θέλουν τα παιδιά τους να έχουν καμία σχέση μαζί τους, θεωρώντας πως δε θα είναι για καλό.
Όταν ο νεαρός Τσέις Άντριους βρίσκεται νεκρός ψηλά σε κάποιο σημείου του βάλτου οι υποψίες πέφτουν κατευθείαν στην Πιτσιρίκα του Βάλτου, το άγριο κορίτσι του βάλτου που επιζεί μονάχη της εκεί για χρόνια. Στην αρχή υπάρχουν μόνο εικασίες. Τα στοιχεία είναι δυσεύρετα. Ο βάλτος κρύβει καλά όλα τα σημάδια. Όμως σιγά σιγά οι ψίθυροι πυκνώνουν και οι αρχές βάζουν τα δυνατά τους να βρουν και να συλλάβουν την Πιτσιρίκα του Βάλτου, τον πιο προφανή τους ύποπτο. Αυτή είναι η μία χρονική αφηγηματική περίοδος του βιβλίου που ξεκινάει στο 1969.
Η Πιτσιρίκα του Βάλτου δεν είναι άλλη από την Κάια που έμαθε να επιβιώνει σε πολύ αντίξοες συνθήκες χωρίς όμως να δυσανασχετεί για την περιοχή. Η μητέρα της ήταν η πρώτη που άνοιξε την πόρτα του καλυβιού κι έφυγε. Την ακολούθησαν τα μεγαλύτερα αδέρφια της Κάια μέχρι που η ίδια έμεινε μόνη με τον πατέρα της σε εκείνη την υγρή γωνιά του κόσμου. Όταν κάποια στιγμή ούτε εκείνος επέστρεψε, η Κάια το αποδέχτηκε χωρίς να μιλήσει σε κανέναν και κατάφερε να κάνει το βάλτο οικογένειά της πέρα από σπίτι της. Κάπως έτσι πήρε και το όνομα της Πιτσιρίκας του Βάλτου.
Η Κάια ήταν έξι χρονών όταν η μητέρα της τους εγκατέλειψε. Εκεί ξεκινάει η δεύτερη χρονική περίοδος η οποία μας γνωρίζει τη μικρή ηρωίδα και την οικογένειά της το 1952. Η Κάια ήταν τότε 6 χρονών, όμως είχε ήδη γνωρίσει αρκετά καλά την περιοχή του βάλτου γύρω από το καλύβι. Είχε τρέξει μέσα στο δάσος, είχε πλεύσει στη λιμνοθάλασσα με τη βάρκα του πατέρα, όχι μόνη της, αλλά με τη μητέρα και τις αδελφές της. Παράλληλα είχε μάθει πόσο δύσκολη είναι η ζωή σε ένα μέρος χωρίς ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό. Αλλά ήταν μόνο ένα κοριτσάκι που όταν σιγά σιγά όλοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν με γνώμονα το δικό τους καλό, έμεινε μονάχο του. Ένα παιδί που δεν το έβαλε κάτω με τις δυσκολίες της ζωής αλλά πάτησε στην αγάπη της για το βάλτο και τα πλάσματά του για να επιβιώσει. Η ιστορία αυτή είναι η ιστορία ενηλικίωσής της.
Δεν είναι επ’ ουδενί ένα χαρούμενο ανάγνωσμα. Μιλά για τη μοναξιά, την εγκατάλειψη, τις δυσκολίες της ζωής των φτωχών και απόκληρων του κόσμου τη δεκαετία του 1950. Μιλά ακόμα για τη φιλία, την αγάπη και την προδοσία. Μιλάει για τους ανθρώπους που βοηθούν χωρίς να σκεφτούν το συμφέρον τους αλλά και για εκείνους που είναι προκατειλημμένοι και δεν μπορούν να σκεφτούν πέρα από το μικρό κολλημένο τους μυαλό. Μιλάει για όλα τα υπέροχα πλάσματα που υπάρχουν στη φύση και ιδιαίτερα αυτά που ζουν στο βάλτο, τη ζωή και τη συμπεριφορά των οποίων δεν μπαίνει κανείς στη διαδικασία να παρατηρήσει. Αν το κάνει όμως θα δει πως δε διαφέρει πολύ από τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Ο αγώνας για την επιβίωση ισχύει για όλα τα πλάσματα και περισσότερο για αυτά που αδικούνται από τους ομοίους τους.
Ο λόγος της Όουενς κυλάει σαν νερό, άλλοτε σαν ήσυχο ρυάκι που ομορφαίνει και δροσίζει τον τόπο και άλλοτε σαν χείμαρρος που παρασέρνει στο διάβα του ότι βρεθεί μπροστά του. Η γνώση της για τη φύση, τη χλωρίδα και την πανίδα του βάλτου κάνουν την εμπειρία εξωπραγματική και την ηρωίδα της πολύ πιο αγαπητή και πραγματική. Απομονωμένη καθώς είναι η Κάια σε εκείνο το σημείο του πλανήτη και με την έμφυτη αγάπη της για τον τόπο της, μεγαλώνει παρατηρώντας τα πάντα γύρω της και μέσα από την πένα της γνώστριας συγγραφέως τα περιγράφει στον ανίδεο αναγνώστη με τρόπο τέτοιο που νιώθει σαν να είναι και ο ίδιος στο βάλτο και να τα βλέπει με τα ίδια του τα μάτια. Μπορεί να άργησε να γράψει το πρώτο της μυθιστόρημα, αλλά αν είναι και τα επόμενά της έτσι, μακάρι να μη σταματήσει ποτέ.