Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Είχατε ποτέ την απορία σχετικά με το πως δουλεύει η Ελληνική Αστυνομία σε περιπτώσεις ανθρωποκτονιών; Έχει κάποια σχέση με αυτά που βλέπουμε στο εξωτερικό και στις ταινίες του Χόλιγουντ ή με αυτά που διαβάζουμε στα βιβλία μυστηρίου της Σκανδιναβικής λογοτεχνίας και όχι μόνο; Πόσο γρήγορα λύνεται η υπόθεση ενός φόνου και ποιοι είναι αυτοί που την αναλαμβάνουν; Έχουν περάσει κάποια εκπαίδευση ή φτάνει μόνο η εμπειρία που έχουν αποκτήσει από τη δουλειά του; Ε λοιπόν, ο Βαγγέλης Γιαννίσης ήρθε για να μας λύσει αυτές τις απορίες και να μας μεταφέρει στα άδυτα του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας, το λεγόμενο Ανθρωποκτονιών, που στεγάζεται στον ενδέκατο όροφο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, τη γνωστή σε όλους μας ΓΑΔΑ.
Μέσα από τις ιστορίες πέντε αληθινών εγκλημάτων που συνέβησαν στη χώρα, ο Βαγγέλης Γιαννίσης μας συστήνει πέντε αξιωματικούς της αστυνομίας, πέντε ανθρώπους που κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να λύσουν αυτά τα μυστήρια που για πάντα θα στοιχειώνουν τους ανθρώπους που έμειναν πίσω. Για να το καταφέρει αυτό, πέρασε μήνες ολόκληρους στον ενδέκατο όροφο της ΓΑΔΑ, παρακολουθώντας αυτούς τους ανθρώπους στη δουλειά τους, διαβάζοντας και απομνημονεύοντας κάθε κίνησή τους και μαντεύοντας κάθε τους σκέψη. Μίλησε μαζί τους, έμαθε πως σκέφτονται αλλά και τις ιστορίες που τους σημάδεψαν και επέλεξε να μας μεταφέρει την καθημερινότητά τους, μέσα από εγκλήματα που κατάφεραν να λύσουν αλλά και από εκείνα που ήταν τα πρώτα που τους έτυχαν στο συγκεκριμένο τμήμα.
Η κλίση του για τα αληθινά εγκλήματα είχε φανεί όχι μόνο από το βιβλίο του «Η γυναίκα του Ίσνταλ» που περιγράφει τη δική του εκδοχή για ένα άλυτο έγκλημα στη Νορβηγία του 1970, αλλά και από την προσωπική του στήλη #TrueCrime στο μπλογκ του αλλά και στο κανάλι του στο YouTube. Βέβαια εκεί ήταν επικεντρωμένος πιο πολύ στο έγκλημα αλλά και στη διαδικασία της έρευνας. Ενώ στο συγκεκριμένο βιβλίο επικεντρώνεται στους ανθρώπους περισσότερο. Τους γνωρίζουμε μέσα από μία ιστορία κάθε φορά, αυτή στην οποία έπαιξαν τον πιο ουσιαστικό ρόλο.
Στην πρώτη ιστορία γνωρίζουμε τον Αρχιφύλακα Παναγιώτη Γαλάνη που προσπαθεί να εξιχνιάσει τη δολοφονία ενός εξαρτημένου από τοξικές ουσίες άντρα που βρίσκεται στην ουσία σταυρωμένος και λιθοβολημένος σε ένα δάσος. Στη δεύτερη ιστορία γνωρίζουμε το Υπαστυνόμο Μανόλη Περρή που έχει αναλάβει την υπόθεση της δολοφονίας ενός εισοδηματία που βρίσκεται νεκρός στο διαμέρισμά του. Στην Τρίτη ιστορία γνωρίσουμε τον υπαστυνόμο Χρήστο Λάλο που προσπαθεί να εξιχνιάσει τη δολοφονία ενός Ολλανδού σε μια γειτονιά της Αθήνας. Στην τέταρτη ιστορία μας συστήνεται ο Αστυνόμος Σωτήρης Ευαγγέλου που προσπαθεί να μη χάσει πολύτιμο χρόνο για να καταλάβει τι μπορεί να συνέβη στο εξάχρονο κορίτσι που εξαφανίστηκε. Ενώ στην Πέμπτη και τελευταία ιστορία, γνωρίζουμε τον επικεφαλής του τμήματος, Αστυνομικό Υποδιευθυντή Νίκο Αρβανίτη και την υπόθεση ενός απανθρακωμένου πτώματος σε ένα δώμα που βρέθηκε δεμένο στο κρεβάτι όταν οι πυροσβέστες κατάφεραν να σβήσουν τη φωτιά.
Από τις πέντε ιστορίες που διάβασα ομολογώ πως αυτή που μου άρεσε περισσότερο ήταν η τέταρτη ιστορία. Ο λόγος δεν είναι το έγκλημα καθαυτό, ούτε οι άνθρωποι που συμμετείχαν, ούτε καν το γεγονός ότι είχε να κάνει με την εξαφάνιση ενός παιδιού στην ηλικία της κόρης μου. Είχε να κάνει καθαρά με το κομμάτι της δουλειάς που μας αποκαλύφθηκε, το πώς δηλαδή διεξάγεται μία ανάκριση. Ποιες είναι οι διεργασίες που πρέπει να ακολουθηθούν ώστε να φτάσει ο ανακριτής στο σημείο να αρχίσει επιτέλους να ακούσει αλήθειες και τελικά μια ομολογία. Αυτή ήταν και η ομορφιά της ιστορίας, παρόλο που δεν είχε τίποτα το όμορφο.
Οι ιστορίες που θέλησε να μας διηγηθεί ο συγγραφέας φέρνουν στη θέση του εγκληματία ανθρώπους είτε που βρίσκονται στη γκρίζα αυτή ζώνη είτε που κάτω από συνθήκες πέρασαν το όριο του εγκλήματος. Σίγουρα δεν ενθουσιάστηκα που διάβαζα για αλλοδαπούς εγκληματίες ή για Ρομά έμπορους ναρκωτικών, όμως φαντάζομαι ότι η τελευταία ιστορία μιλάει για το πόσο εν δυνάμει εγκληματίες είμαστε όλοι μας όπως και η προτελευταία ιστορία μιλάει για το πως άνθρωποι υπεράνω υποψίας μπορούν να κάνουν το πιο ειδεχθές έγκλημα. Μα πάνω από όλα, όλες οι ιστορίες μας λένε πως οι αστυνομικοί δεν είναι οι κακοί, προκατειλημμένοι άνθρωποι που ακούμε ή βλέπουμε πολλές φορές ότι είναι ή τουλάχιστον, δεν είναι όλοι έτσι.
Λίγα λόγια για το συγγραφέα
