Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Πηγαίνοντας πίσω στο 1983, βλέπουμε μια παρέα έξι φίλων που ταξιδεύουν από τον Πειραιά, που είναι η βάση τους, ως την Τήνο για να βρεθούν στο πλάι μιας από τις κοπέλες της παρέας και να χαρούν με τη χαρά της. Αγόρια και κορίτσια είναι περήφανα για την πρώτη έκθεση χειροποίητων κοσμημάτων της φίλης τους, στην οποία πρόκειται να παρευρεθούν, όμως η χαρά τους αυτή σκιάζεται από την εξαφάνιση του συντρόφου της Αρετής. Ενώ βρίσκονται εν πλω, ο Αντρέας θα εξαφανιστεί μυστηριωδώς και οι αρχές θα θεωρήσουν πως έπεσε στη θάλασσα κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και πνίγηκε. Οι φίλοι θα συσπειρωθούν δίπλα στην Αρετή και θα τη βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούν, όπως κάνουν οι αληθινοί φίλοι.
Τον Ιούλιο του 1988 η Αρετή ξαφνικά παντρεύεται με έναν συνάδελφό της, χωρίς κανένας από τους δικούς της να ξέρει τα σχέδιά της. Προσκαλεί όμως τους φίλους της στο νέο της σπίτι για να γνωρίσουν τον άντρα της και να σπάσει ο πάγος. Μόνο που κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων θα έρθει να ανατρέψει την ήσυχη ζωή που προσπαθεί να ξεκινήσει μετά από πέντε πολύ δύσκολα χρόνια. Καλά θαμμένα μυστικά και ψέματα θα βγουν στην επιφάνεια και θα αναστατώσουν όλη την παρέα και όχι μόνο την Αρετή.
Δεν είχα διαβάσει κάποιο άλλο βιβλίο της κυρίας Παναγοπούλου, ακούγοντας και διαβάζοντας όμως τα πολύ θετικά σχόλια που πήραν τα προηγούμενα βιβλία της ήθελα πολύ να διαβάσω κάποιο δικό της. Και όπως είπα και στην αρχή με τράβηξε και η εποχή αλλά και το οπισθόφυλλο. Γιατί αυτό το βιβλίο τα έχει όλα. Μια υπέροχη εποχή που πολλοί αναθυμούνται, μια παρέα νεαρών ανθρώπων δεμένη τόσο πολύ όσο μόνο οι καλοί φίλοι μιας αγνής εποχής θα μπορούσαν να δεθούν, νεανικούς έρωτες και ένα μυστήριο που πλανάται στην ατμόσφαιρα και ξυπνάει τα καλά κοιμισμένα θηρία των τελευταίων πέντε ετών.
Διαβάζοντας την «Ολική έκλειψη καρδιάς» μεταφέρεσαι αυτόματα πίσω στη δεκαετία του 80. Από τις περιγραφές των ανθρώπων και τις εκφράσεις στην ομιλία τους, το γεγονός ότι υπήρχε μόνο η κρατική τηλεόραση και δεν υπήρχε στην ουσία τηλεκοντρόλ, όχι ότι είχε και νόημα, μέχρι την καθημερινότητα και τα απλά πράγματα όπως ένα κυπελάκι παγωτό, η συγγραφέας καταφέρνει να αναβιώσει την αγαπημένη της δεκαετία με μεγάλη επιτυχία. Πραγματικά, είναι σαν να μεταφέρεσαι πίσω σε εκείνα τα χρόνια περιμένοντας η τηλεόραση να χάσει το χρώμα της και το κινητό τηλέφωνο να εξαφανιστεί.
Η ίδια η ιστορία του βιβλίου έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Επικεντρώνεται στη μεγάλη σημασία της αληθινής φιλίας, αυτή που συναντάται λίγο πιο σπάνια στις μέρες μας και που εκείνα τα χρόνια που οι διαπροσωπικές σχέσεις ήταν το μόνο που είχε ο άνθρωπος. Τότε που δεν υπήρχαν τα social media οι άνθρωποι δημιουργούσαν πιο πραγματικές, πιο ουσιαστικές φιλίες. Δεν έμεναν στο φαίνεσθε και στο ηλεκτρονικό μήνυμα που άλλωστε δεν υπήρχε καν σαν έννοια, αλλά νοιάζονταν για τους καλούς τους φίλους σαν να ήταν οικογένειά τους. Μένοντας στις διαπροσωπικές σχέσεις, να πω πως ένα πολύ σημαντικό μήνυμα που περνάει η συγγραφέας είναι δυστυχώς διαχρονικό. Η ψυχολογική κακοποίηση που μπορεί να υφίσταται κάποιος από το σύντροφό του. Ένας χειριστικός σύντροφος που προκαλεί άσχημα συναισθήματα και ενοχές στη σύντροφό του για να την έχει του χεριού του δεν είναι δυστυχώς φαινόμενο που έχει εξαλειφθεί. Αντίθετα, είναι όλο και περισσότερες οι περιπτώσεις για τις οποίες μαθαίνουμε τα τελευταία χρόνια, που δεν ξέρω αν είναι γιατί αυξήθηκαν ή γιατί πλέον είναι περισσότεροι αυτοί που μιλούν.
Το άλλο δυνατό κομμάτι του βιβλίου είναι οι ανατροπές που έχει καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης με αποκορύφωμα τα γεγονότα προς το τέλος του βιβλίου όπου έχουμε απανωτές εκπλήξεις. Κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, όχι μόνο λόγω του μυστηρίου που το καλύπτει, αλλά και εξ αιτίας της εξαιρετικής σκιαγράφησης των χαρακτήρων του.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
η