Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Έχω διαβάσει αρκετά κλασσικά βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία τα έχω διαβάσει στην εφηβεία, τότε που η σκέψη έτρεφε το μυαλό και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις έβρισκαν διέξοδο σε κλασσικά αριστουργήματα. Τα τελευταία χρόνια έχω επιστρέψει δειλά δειλά στα κλασσικά, όχι πολλά τη φορά, όμως κάθε τόσο διαβάζω κι ένα. Αυτή τη φορά επέλεξα το «Ο Άρχοντας των Μυγών» με την ευκαιρία της επανέκδοσής του από τις Εκδόσεις Διόπτρα.
Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1954 και η ιστορία του διαδραματίζεται την εποχή τη λίγο μετά την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή τα σχολεία στη Βρετανία, και όχι μόνο, ήταν χωρισμένα σε αρρένων και θηλέων. Και κάπως έτσι, ένα αεροπλάνο γεμάτο αγόρια πέφτει σε ένα τροπικό νησί. Από την πτώση δεν επιζεί κανένας ενήλικας, ούτε καν ο πιλότος. Από την περιγραφή των επιζώντων καταλαβαίνουμε πως το μπροστινό κομμάτι του αεροπλάνου διαλύθηκε.
Στην αρχή βλέπουμε ένα αγόρι. Μετά έρχεται και ένα δεύτερο. Βρίσκουν μια μπουρού. Τη φυσούν και η παραλία που βρίσκονται αρχίζει να γεμίζει από αγόρια ηλικίας από έξι έως δώδεκα χρονών. Συνεπώς ήταν όλα παιδιά του Δημοτικού, μαθημένα στην ξέγνοιαστη ζωή και το παιχνίδι. Σε αυτή την πρώτη τους συνέλευση, τα παιδιά αποφασίζουν να εκλέξουν αρχηγό, γιατί κάποιος πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις και μια ομάδα κυνηγών, γιατί κάτι θα πρέπει να τρώνε. Μέχρι να τους σώσουν. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ανάψουν φωτιά στο πιο ψηλό σημείο του νησιού, ώστε αν περάσει κάποιο καράβι από μακριά, να δει τον καπνό και να πάει στο νησί.
Όπως και σε κάθε άλλη αντίστοιχη περίπτωση, έτσι και εδώ τα αγόρια ξεκινούν προσπαθώντας να δουλέψουν ομαδικά και να κινηθούν προς την κατεύθυνση της διάσωσης αλλά και της επιβίωσης μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή. Όμως πολύ σύντομα κανένας δε βοηθάει σε όσα πρέπει να γίνουν, μόλις σβήσει ο αρχικός ενθουσιασμός τα περισσότερα παιδιά αφήνουν τη δουλειά και πιάνουν το παιχνίδι. Χωρίς μεγάλους που να μπορούν να τους επιπλήξουν ή να λύσουν τις διαφορές τους, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολο να κινηθούν σωστά. Μόνο μια ομάδα αγοριών που είχε συνηθίσει να δουλεύει ομαδικά και υπό την καθοδήγηση ενός εξ αυτών, συνεχίζει να δουλεύει ως ομάδα. Η χορωδία.
Ο Golding σκέφτηκε να γράψει ένα βιβλίο για τα αγόρια έτσι όπως ακριβώς είναι. Ο ίδιος τα γνώριζε καλά. Αφενός γιατί κάποτε υπήρξε κι ο ίδιος αγόρι, αλλά και γιατί πλέον δούλευε μαζί τους σαν δάσκαλος. Αυτό που κατέληξε να γράψει τελικά όμως είναι μια αναπαράσταση της κοινωνίας όπως θα μπορούσε να είναι, αν δεν υπήρχαν κανόνες ή κάποιος που να διατηρεί τους κανόνες. Μια κοινωνία την οποία διέπει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της κυριαρχίας και ο νόμος της ζούγκλας. Μας δείχνει στην ουσία πόσο εύκολο είναι να βγουν τα πιο άγρια ένστικτά μας στην επιφάνεια, όταν βρεθούμε απομονωμένοι σε ένα νησί, μακριά από τον πολιτισμό και άλλους ανθρώπους. Πόσο εύκολο είναι τελικά να επικρατήσει ο δυνατότερος έναντι του πιο λογικού. Και πως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο να γίνει σε μια κοινωνία ενηλίκων, που έχουν κάποιες εμπειρίες, καλές ή και άσχημες, οι οποίες συνάδουν στην εξέλιξη αυτή. Το ίδιο εύκολο είναι να γίνει και σε μια κοινωνία παιδιών. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο άνθρωπος είναι μιμητικό ον και τα παιδιά αντιγράφουν τις συμπεριφορές των ενηλίκων και είναι πολλές φορές ακόμα πιο σκληρά από αυτούς.
Το πρώτο αυτό βιβλίο του Golding απορρίφθηκε από αρκετούς εκδότες, μέχρι που ένας επιμελητής ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό. Από τότε έγινε η αρχή για μια συγγραφική πορεία που βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ το ίδιο το βιβλίο έγινε από τα πιο γνωστά σύγχρονα κλασσικά και αποτέλεσε έμπνευση για αρκετά από τα βιβλία που ακολούθησαν καθώς και για άλλες μορφές τέχνης και επικοινωνίας.
Λίγα λόγια για το συγγραφέα
Ο William Golding γεννήθηκε στην Κορνουάλη το 1911. Σπούδασε στο κολέγιο Μπρέιζνοουζ της Οξφόρδης, εργάστηκε ως ηθοποιός, μέλος πληρώματος σε μικρά σκάφη, μουσικός και, τέλος, ως δάσκαλος. Έλαβε μέρος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια επέστρεψε στην εκπαίδευση. Το 1954 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο Άρχοντας των Μυγών, που του χάρισε παγκόσμια φήμη. Έγραψε δώδεκα ακόμα μυθιστορήματα, καθώς και θεατρικά, νουβέλες, δοκίμια και μια νεανική ποιητική συλλογή. Ο κατάλογος των χόμπι του Γκόλντινγκ περιλάμβανε τη μουσική, το σκάκι, την ιστιοπλοΐα, την αρχαιολογία και τα αρχαία ελληνικά. Το 1980 κέρδισε το βραβείο Booker για το μυθιστόρημά του Μύησις Ταξιδευτού και το 1983 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Χρίστηκε ιππότης το 1988. Πέθανε στο σπίτι του το καλοκαίρι του 1993.