Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Ο πρόλογος του Έντσο Σιτσιλιάνο, για το βιβλίο αυτό μας λέει ότι τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του, ο Αλμπέρτο Μοράβια, εργάστηκε πάνω σε ένα βιβλίο που του έδωσε τον τίτλο «Η γυναίκα λεοπάρδαλη». Από τον ίδιο μαθαίνουμε επίσης, ότι ο Μοράβια δούλευε συνήθως διαφορετικές εκδοχές ενός βιβλίου, μέχρι να καταλήξει σε αυτή που τελικά θα επέλεγε ως την τελική του μορφή, αυτή που θα έδινε στον εκδότη ή στον επιμελητή του. Στην περίπτωση αυτού του βιβλίου, ο Μοράβια είχε προλάβει να γράψει τη λέξη «Τέλος», σημάδι που δηλώνει την επιλογή του ανάμεσα στα διάφορα χειρόγραφα που δούλευε, για το ποιο θα ήταν τελικά το χειρόγραφο με το οποίο θα προχωρούσε. Δεν πρόλαβε όμως να προχωρήσει παρακάτω, όσο ο συγγραφέας ήταν εν ζωή. Η επιμέλεια και η έκδοσή του έγιναν μετά το θάνατο του συγγραφέα.
Σε αυτή την ιστορία ο Μοράβια πραγματεύεται τη ζήλεια, την προδοσία και την εμπιστοσύνη ανάμεσα σε ένα ζευγάρι. Πόσο σίγουρος είναι κανείς για τα δικά του συναισθήματα αλλά και για αυτά του ή της συντρόφου του. Πόσο περήφανος είναι κάποιος για αυτά που έχει, εν προκειμένω τη νέα, πάντα πρόθυμη και όμορφη γυναίκα του, που θέλει να την επιδείξει!
Ο Λορέντσο, ένας δημοσιογράφος, είναι αυτός που θα υποπέσει στο αμάρτημα της αλαζονείας αυτή τη φορά. Θέλοντας να νιώσει καλά, από υπέρμετρη αυτοπεποίθηση ή άλλο λόγο, συστήνει τη γυναίκα του στον Κόλι, έναν επιχειρηματία και συνιδιοκτήτη στην εφημερίδα που εργάζεται ο Λορέντσο. Ο Κόλι και η Νόρα σύντομα θα εγκαταστήσουν ένα κανάλι επικοινωνίας μεταξύ τους. Εν όψη ενός ταξιδιού στην Αφρική, στο οποίο η Νόρα νωρίτερα δεν προτίθετο να ακολουθήσει, η επικοινωνία αυτή και κάποια συναισθήματα θα αρχίσουν να έρχονται στην επιφάνεια. Όλα αυτά, δε θα αργήσουν να γίνουν αντιληπτά από τον Λορέντσο, αλλά και από τη σύζυγο του Κόλι, την Άντα. Το ταξίδι φυσικά θα γίνει και τα δύο ζευγάρια θα περάσουν από τις δικές τους δοκιμασίες.
Οι περίπατοι, οι συζητήσει και η απομόνωση που φαίνεται να αναζητούν ο Κόλι με τη Νόρα, ενισχύουν τη φλόγα της ζήλιας που καίει τον Λορέντσο και την Άντα, με αποτέλεσμα, οι δύο σύζυγοι που θεωρούν ότι είναι απατημένοι, να προσπαθούν πότε ο ένας και πότε ο άλλος να τους πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν. Ο Λορέντσο και η Άντα δε νιώθουν κάτι ο ένας για τον άλλο. Ότι πιστεύουν ότι νιώθουν είναι αποτέλεσμα της ζήλειας τους και της αδικίας που πιστεύουν ότι υφίστανται. Παρά τις διαβεβαιώσεις της Νόρας ότι λατρεύει τον άντρα της, υπάρχει μια μυστικοπάθεια για όσα συζητάνε με τον Κόλι, μέχρι και η εκμυστήρευση μιας πρότασης γάμου. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν είναι στο μυαλό του Λορέντσο και της Άντα τα όσα συμβαίνουν, ότι δε ζηλεύουν για κάτι που δεν υπάρχει. Οι πράξεις όμως και των τεσσάρων μου φαίνονται το λιγότερο μη ρεαλιστικές.
Λίγα λόγια για το συγγραφέα
Ο Αλμπέρτο Μοράβια (1907-1990) γεννήθηκε και πέθανε στη Ρώμη, που είναι το σκηνικό των περισσότερων βιβλίων του. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς της Ιταλίας: ο Μοράβια έγραψε μέσα στο περιβάλλον του μεταπολεμικού ρεαλισμού χωρίς να ταυτιστεί με κανένα λογοτεχνικό κίνημα, δημιουργώντας, μάλλον, ο ίδιος σχολή με το έργο του. Το 1929 εκδόθηκε στο Μιλάνο το πρώτο του μυθιστόρημα, “Οι αδιάφοροι”, μια ρεαλιστική περιγραφή της μεσαίας τάξης, που έγινε μπεστ σέλερ και αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον Ροντ Στάιγκερ. Με τα επόμενα μυθιστορήματά του επιχείρησε να σχολιάσει την κατάσταση των πραγμάτων στην Ιταλία κατά τη διάρκεια του φασισμού, προκαλώντας το θρησκευτικό και πολιτικό κατεστημένο της εποχής. Η κοινωνική αλλοτρίωση, το σεξ χωρίς αγάπη, η συχνά αξιολύπητη εικόνα του ανδρικού φύλου, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η συναισθηματική ανικανότητα, τα προβλήματα του σύγχρονου ζευγαριού και η απομόνωση αποτελούν μερικούς από τους θεματικούς άξονες στα μυθιστορήματα “Αγκοστίνο”, 1944, “Μια γυναίκα από τη Ρώμη”, 1947, “Η ανυπακοή”, 1948, “Ο κομφορμιστής”, 1951, “Η χωριάτισσα”, 1957, “Η πλήξη”, 1960. Έγραψε, επίσης, νουβέλες, σενάρια και συλλογές διηγημάτων. Πολλά βιβλία του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο (όπως τα “Μια γυναίκα από τη Ρώμη”, το 1954, από τον Λουίτζι Τζάμπα, “Αγκοστίνο”, το 1962, από τον Μάουρο Μπολονίνι, “Η περιφρόνηση”, το 1963, από τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, “Η πλήξη”, το 1963, από τον Νταμιάνο Νταμιάνι, “Οι αδιάφοροι”, το 1964, από τον Φραντσέσκο Μαζέλι, “Ο κομφορμιστής”, το 1970, από τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, κ.ά.), καθώς διακρίνονται από καθαρά “κινηματογραφικές” αρετές: απλό αφηγηματικό στιλ, δυνατή πλοκή, καίριες ψυχολογικές παρατηρήσεις και αυθεντικούς χαρακτήρες.