«Η επιστροφή της Πηνελόπης» από τη Νοέλ Μπάξερ #BookReview

Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου

 

Η Σμύρνη. Τα παλιά χώματα, τα πονεμένα.

Ένα ιδιαίτερο ταξίδι σε παρόν και παρελθόν επιχειρεί να κάνει η συγγραφέας Νοέλ Μπάξερ στο καινούριο της βιβλίο. Μέσα από τα μάτια μιας απογόνου της λεβαντίνικης κοινότητας και νυν κάτοικο Ελλάδας, της Πενέλοπι Σάρεϊ, για τους φίλους Πένι, επιχειρεί ένα ταξίδι στη Σμύρνη, στο Ιζμίρ όπως το λένε πλέον οι κάτοικοί του. Η Πένι, η τελευταία Πηνελόπη της οικογένειας Σάρεϊ, έχει μεγαλώσει με τις μνήμες της οικογένειας από την Καταστροφή αλλά και πριν από αυτή. Από μικρό παιδί, άκουγε τις διηγήσεις της γιαγιάς Πηνελόπης, που μωρομάνα τότε, αυτή και η οικογένειά της, διέφυγαν άρον άρον μέσα από τη φωτιά και τις σφαγές και χάρη στη Βρετανική υπηκοότητα του συζύγου Σάρεϊ. Όπως και η θεία της η Ζόι πριν από αυτή, έτσι και η Πένι, κάνει ένα ταξίδι στη Σμύρνη της ιστορίας, προσπαθώντας να έρθει σε επαφή με όλα όσα έχει ακούσει από τη γιαγιά της και όλα όσα περιμένει να δει.

Με τους χάρτες της υπό μάλης και πολύτιμα της γιαγιάς της πράγματα, παίρνει τη βαλίτσα της και για 8 μέρες προσπαθεί να εντοπίσει μέσα στα «Καμένα» όσα κάποτε ανήκαν στην οικογένειά της και στην καθημερινότητά τους. Εκεί που υπήρχε κάποτε το σπίτι και το σχολείο των Σάρεϊ, πλέον υπάρχουν κάποιες κακάσχημες πολυκατοικίες οι οποίες συνορεύουν με το Kulturpark που κάλυψε όλη τη στάχτη και τον πόνο εκείνων των ημερών. Στη Σμύρνη την ξεναγούν οι άνθρωποι της λεβαντίνικης κοινότητας, Ιταλοί κατά βάση, και άλλοι που μιλούν όλες τις γλώσσες της κοινότητας. Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Τούρκικα κι Ελληνικά ακούγονται στα τραπέζια τους, αν και τα Ελληνικά όχι και τόσο πλέον, γιατί από όταν έφυγαν οι Έλληνες, δεν υπήρχε λόγος να τα μαθαίνουν και να τα μιλούν.

Η Πένι προσπαθεί να βρει όλα όσα άκουγε στις διηγήσεις της γιαγιάς και της θείας της. Κτήρια, Εκκλησίες και γειτονιές που πλέον δεν υπάρχουν. Άλλωστε έχουν περάσει και εκατό χρόνια, δεν είναι λίγος ο καιρός. Όμως και πάλι καταφέρνει να βρει ανθρώπους να της μιλήσουν για τους προγόνους της, για τους δικούς της ανθρώπους. Της μεταφέρουν όσα άκουσαν από τους γονείς τους και όσα άκουσαν από τους υπόλοιπους λεβαντίνους, μια κοινότητα που αγαπά το κουτσομπολιό, το κοινωνικό σχόλιο, που είναι τόσο μικρή που τίποτα δε μένει κρυφό ανάμεσά τους.

Όμως η Πένι δεν ψάχνει μόνο να βρει τα παλιά. Ψάχνει και κάτι ακόμα. Όπως πολλοί ξεριζωμένοι και πονεμένοι Σμυρνιοί που μεγάλωσαν με τον ίδιο καημό, έτσι και η Πένι προσπαθεί να αποδώσει την ευθύνη. Αθέλητα ή ηθελημένα, αναλογίζεται τι έφταιξε, ποιος έδωσε την εντολή, ποιος οργάνωσε τους Τσέτες και τους ώθησε στη σφαγή τόσων ανθρώπων, κυρίως γυναικών και παιδιών. Ποιος τροφοδότησε τη μανία και ποιος έδωσε την εντολή ή το ελεύθερο να προχωρήσουν στην εκδίκησή τους. Γιατί εκδίκηση ήταν όλο αυτό.

Οι λόγοι ήταν πολλοί και τροφοδοτούνταν για χρόνια. Όσο κι αν η Πένι θέλει να αποδώσει την ευθύνη στον Κεμάλ ή στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή της Σμύρνης που παρέδωσε τον μητροπολίτη Χρυσόστομο στον όχλο και έδωσε έτσι το έναυσμα για τις θηριωδίες που ακολούθησαν, οι λόγοι είναι πιο πολλοί όπως και οι υπεύθυνοι. Η διαρκής συρρίκνωση της Τουρκικής κοινότητας στη Σμύρνη και οι άθλιες συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι Τούρκοι κάτοικοι, μόνο καλό δεν έκαναν. Όπως επίσης και η «Μεγάλη Ιδέα» ο πόλεμος και η απληστία των Ελλήνων για ακόμα περισσότερα, που δεν τους έφτανε η Μικρά Ασία, αλλά ήθελαν να φτάσουν μέχρι την Άγκυρα. Η εγκατάλειψη στο έλεος της φωτιάς και της χατζάρας των Ελλήνων αλλά και όλων των υπόλοιπων Ορθόδοξων αλλά και Φιλελλήνων της πόλης από τους Έλληνες απελευθερωτές. Ήταν πολλά τα λάθη, ακόμα και από πιο πριν που η Ελληνική Αρμοστεία δεν επέτρεπε τη μαζική απομάκρυνση των Ελλήνων από την περιοχή, αλλά και τις μέρες της φωτιάς που μόνο Ευρωπαϊκά πλοία έπλεαν στα νερά της Σμύρνης. Τα λάθη ήταν πάρα πολλά και τα πλήρωσαν αθώοι άνθρωποι.

Θα σταθώ στα λόγια της Λουκίλας, μιας και «έξω από το χορό, πολλά τραγούδια λέμε»:

«Θα μου πεις κι εσύ σε λίγο για τα καράβια των Ξένων Δυνάμεων στο λιμάνι της Σμύρνης το ’22, αν βοήθησαν νωρίς ή αργά, λίγο ή πολύ, αλλά απορώ και θέλω να ρωτήσω ευθέως που ήταν τα ελληνικά! Οι Έλληνες είχαν χάσει τον πόλεμο και τι έκαναν για αυτό πέρα από το να πάρουν τους στρατιώτες τους και την Αρμοστεία τους και να φύγουν; Ούτε καν όλους τους στρατιώτες τους φρόντισαν! Οι εθελοντές από τη Μικρασία; Τι έγιναν αυτοί; Ο αντρικός ορθόδοξος πληθυσμός της Μικρασίας εξολοθρεύτηκε ως αποτέλεσμα της ήττας. Μάνες, μωρά, νήπια και γέροντες πήρανε τα καράβια!

Διαφωνείς; Δεν κούνησαν ούτε το δαχτυλάκι τους για τον πληθυσμό που ήρθαν το ’19 υποσχόμενοι να λυτρώσουν. Ήξεραν όμως πως τους εγκατέλειπαν σ’ έναν εχθρό που φημιζόταν για την αγριότητά τους, δες Αρμένιους, δες Πόντο, δες Φώκαια.»

Ήταν βάναυσο. Δεν περιγράφεται με λόγια. Αλλά ας αναλογιστούμε και τη δική μας ευθύνη…

 

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Νοέλ Μπάξερ γεννήθηκε στην Αθήνα από Βρετανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Καβάλα. Σπούδασε στην Ελλάδα (Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και στην Αγγλία (μεταπτυχιακές σπουδές στην Αρχαιολογία). Εργάστηκε στη διαφήμιση και, μετά, ως υπεύθυνη επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων σε ελληνικές επιχειρήσεις. Αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες.

 

Leave a Reply / Αφήστε ένα σχόλιο

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.