Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Ποιος γονιός μπορεί να διαβάσει για την εξαφάνιση ενός παιδιού και να μην επηρεαστεί; Πόσο μάλλον όταν διαβάζει για ένα παιδί που εξαφανίζεται ενώ βρίσκεται υπό την εποπτεία του γονιού του. Αν προσπαθήσει να μπει στη θέση αυτού του γονιού θα καταστραφεί ψυχολογικά.
Δεν έχω ιδέα πως θα αντιδρούσα αν ήμουν στη θέση του Μάρτιν, όταν καταλαβαίνει πως ο γιος του δεν είναι εκεί που τον άφησε, στο κατώφλι του σπιτιού τους. Το μόνο που έκανε ήταν να απαντήσει στην κλήση του πατέρα του και να προσπαθήσει να τον πείσει ότι τα καταφέρνει με την επιχείρησή του. Να αποδείξει την αξία του. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους έβλεπε το Μπουφάν του γιου του να είναι εκεί, δε θα μπορούσε να του περάσει από το μυαλό ότι το μπουφάν ήταν μόνο του, χωρίς το παιδί. Όταν φτάνει η στιγμή που το ανακαλύπτει, κοντεύει να τρελαθεί.
Γρήγορα η αστυνομία και εθελοντές μαζί αρχίζουν να ψάχνουν για το παιδί. Η γυναίκα του Μάρτιν, η Αλεξάντρα είναι επίσης κλονισμένη, όμως έχει να σκεφτεί και την τριών μηνών Νέλι που έχει στην αγκαλιά της. Η οικογένειά τους δοκιμάζεται καθώς σιγά σιγά απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο. Η Αλεξάντρα περνά όλο και περισσότερο χρόνο στο σπίτι των γονιών της όπου βρίσκει μια κάποια παρηγοριά και βοήθεια για τη Νέλι. Ενώ ο Μάρτιν βυθίζεται κάθε μέρα και πιο πολύ στην κατάθλιψη και τις ενοχές. Κλείνεται στον εαυτό του και χωρίς βοήθεια από κανέναν, χάνει σιγά σιγά την επαφή με το περιβάλλον.
Η Μάγια Λίντε, μια φωτογράφος που έχει δουλέψει και σαν φωτογράφος της Αστυνομίας ζει το τελευταίο διάστημα στο νησί Ούρουστ. Γείτονές της εκεί είναι καλοί φίλοι του Μάρτιν και της Αλεξάντρα, οπότε έρχεται άμεσα σε επαφή με την εξαφάνιση του Άνταμ. Χωρίς να μπορεί να κάνει πολλά, έστω στην αρχή, προσπαθεί να βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορεί, έστω κι αν αυτό σημαίνει απλά να κάνει παρέα στον Μάρτιν, είτε αυτός αναγνωρίζει την παρουσία της είτε όχι. Σιγά σιγά θα κερδίσει την εμπιστοσύνη του και θα γίνει το σημείο επαφής του με την πραγματικότητα. Μια μέρα διαύγειας, η Μάγια και ο Μάρτιν θα ερευνήσουν κάποιες κούτες που υπάρχουν στη σοφίτα του σπιτιού από τους προηγούμενους ακόμα κατόχους του. Τότε θα ανακαλύψουν πως ο Άνταμ δεν είναι το πρώτο παιδί που εξαφανίζεται σε αυτό το σημείο. Δύο παιδιά πριν από αυτόν πνίγηκαν στη θάλασσα, κάτι για το οποίο οι αρχές πιστεύουν πως ισχύει και για τον Άνταμ, παρόλο που δεν έχει βρεθεί το σώμα του. Ο Μάρτιν δεν μπορεί να πιστέψει πως η μεγάλη του αγάπη, η θάλασσα, του πήρε τόσο βάναυσα το γιο!
Ο Μάρτιν και η Μάγια θα προσπαθήσουν να ανακαλύψουν τι συνέβη, ο καθένας με το δικό του τρόπο. Οι παλιές δοξασίες του τόπου θα βρουν τον τρόπο να μπλεχτούν σε αυτή την έρευνα και να παίξουν τον ρόλο τους. Ακολουθώντας άλλωστε μια ανορθόδοξη οδό, ο Μάρτιν θα ανακαλύψει στοιχεία που από τη μια θα του φαίνονται παράλογα σαν εξήγηση, από την άλλη, αν εξαιρέσει κανείς το στοιχείο του υπερφυσικού, θα του δώσουν την ελπίδα που χρειάζεται για να κάνει τους συνειρμούς που θα τον οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου.
Χαίρομαι πολύ που ενώ υπάρχει το στοιχείο του υπερφυσικού σε ολόκληρο το βιβλίο, εντούτοις η συγγραφέας καταφέρνει να δώσει μια αληθοφανή εξήγηση στο τι συνέβη. Ήταν άλλωστε κάτι που είχα σκεφτεί κι εγώ εξαρχής, κι ας είχα άλλο ύποπτο στο μυαλό μου. Όμως, καταφέρνει να περάσει ένα γονιό μέσα από την παράνοια μια κατάστασης όπως αυτή που ζει ο Μάρτιν, στην καθαρή σκέψη και την πραγματικότητα. Η εξαφάνιση ενός παιδιού είναι κάτι πολύ δύσκολο να διαχειριστεί κανείς, ειδικά όταν θεωρεί εαυτόν υπεύθυνο για ό,τι έγινε. Ένα γεγονός τόσο τραγικό μπορεί είτε να ενώσει μια οικογένεια, είτε να τη διαλύσει και στο βιβλίο αυτό βλέπουμε τα στάδια από τα οποία περνάει η οικογένεια του Μάρτιν και της Αλεξάντρα, που όσο ψυχρά κι αν μας φαίνονται σαν μεσογειακός λαός, είναι όμως αυτά που περνάνε οι ίδιοι. Μακάρι κανείς να μη ζήσει τέτοιες εφιαλτικές στιγμές.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Susanne Jansson γεννήθηκε το 1972 στο Όμολ της Σουηδίας. Αργότερα μετακόμισε στο Γκέτεμποργκ όπου εργάστηκε στον κλάδο της διαφήμισης και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη όπου σπούδασε φωτογραφία. Μετά την επιστροφή της στη Σουηδία, εργάστηκε ως φωτογράφος ενώ παράλληλα σπούδασε δημοσιογραφία. Συνδύασε την ιδιότητα της φωτογράφου με αυτή της δημοσιογράφου και αφιερώθηκε στο ρεπορτάζ και τα αφιερώματα στους τομείς του πολιτισμού, του κινηματογράφου, της μουσικής και της λογοτεχνίας. Το πρώτο της βιβλίο Ο βάλτος των χαμένων ψυχών (Μεταίχμιο, 2018) έκανε μεγάλη αίσθηση και κυκλοφόρησε σε 24 χώρες. Τα Σκοτεινά βάθη είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της που εκδόθηκε μετά τον θάνατό της. Πέθανε το καλοκαίρι του 2019 μετά από μια γενναία μάχη με τον καρκίνο.