Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
«Οι μέρες που έχτισαν την Ιστορία» μπορεί και να είναι τo βιβλίο στο οποίο έχω κάνει τις περισσότερες σημειώσεις μέχρι σήμερα! Δεν είναι απλά μια βιογραφία του Τσόρτσιλ ή της οικογένειάς του! Είναι μια «βιογραφία» του ίδιου του Λονδίνου, της Βρετανίας γενικότερα, στα δύσκολα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ξεκινάω να διαβάζω και στο νου μου έρχονται όλα όσα έχω ήδη διαβάσει και όλα όσα γνωρίζω για τις πρώτες μέρες του Τσόρτσιλ στην ηγεσία της Βρετανίας και για την αρχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Θυμάμαι πως ήταν ο Τσάμπερλεϊν σαν πρωθυπουργός, πως έχασε το παιχνίδι με το Χίτλερ στη συμφωνία του Μονάχου, πιστεύοντας πως κάτι καλό θα μπορούσε να βγει από όλο αυτό. Νομίζω έφταιγε η ρομαντική φύση του και η πεποίθησή του πως υπάρχει καλό μέσα στις καρδιές όλων των ανθρώπων. Θυμάμαι επίσης πως ήταν ο Τσόρτσιλ εκείνες τις μέρες που ναι μεν δε συμφωνούσε με όλα αυτά, όμως δεν μπορούσε να δείξει και την αντίθεσή του. Ήδη τον είχαν στο μάτι πολλοί, μαζί με τον Τσάμπερλεϊν, και ήθελε να του αποδείξει την στήριξή του.
Όλοι γνωρίζουμε τον Τσόρτσιλ, την εμβληματική φιγούρα με το πούρο στο στόμα. Ποιος ήταν όμως πραγματικά ο Ουίνστον Τσόρτσιλ; Ήταν απλά ένας πολιτικός που ήθελε να μείνει στην ιστορία; Κάποιος που υπεραγαπούσε την εξουσία και δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο; Πόσο άνθρωπος ήταν και πόσο αγαπούσε την πατρίδα του και τον κόσμο;
Διαβάζοντας το βιβλίο του Λάρσον και με βάση τα όσα γνωρίζω ήδη και από άλλες πηγές, τείνω να πιστέψω πως ο άνθρωπος αυτός, η πολιτική μεγαλοφυία της Βρετανίας, ήταν κατά βάθος ένας μεγάλος πατριώτης και κυρίως άνθρωπος. Και μη σας πω πως, παρά την εικόνα που έχει περάσει, έχω σχηματίσει την εντύπωση πως τελικά, μάλλον δεν κάπνιζε τόσα πολλά πούρα!
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται σε στοιχεία που δε θα βρει κανείς σε άλλες βιογραφίες του Τσόρτσιλ, έχοντας ως πηγές έγγραφα από τον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ στριτ, ημερολόγια ανθρώπων που δούλεψαν στο περίφημο κτήριο αλλά και παρατηρητών της εποχής και του πολέμου γενικότερα. Μαθαίνουμε πως την ώρα των επιδρομών του Λονδίνου ο μεγάλος πολιτικός δεν κρυβόταν στην ασφάλεια των υπόγειων καταφυγίων αλλά ανέβαινε στην ταράτσα του κτιρίου που βρισκόταν για να δει καλύτερα το θέαμα και τις γειτονιές που καιγόταν και εξαλείφονταν από το χάρτη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δάκρυσε, όπως δεν ήταν λίγες οι φορές που περπάτησε σε βομβαρδισμένες γειτονιές που ακόμα κάπνιζαν, γνωρίζοντας πως η κίνησή του αυτή θα αναπτερώσει το ηθικό των κατοίκων, γνωρίζοντας πως ήταν μαζί τους και καταλάβαινε ακριβώς τι περνούσαν. Όταν δε χάθηκε η Γαλλία, το πλήγμα ήταν μεγάλο. Ήταν ακόμα μεγαλύτερο όταν ο Βρετανικός στόλος αναγκάστηκε να πάρει την απόφαση για την επίθεση στο Γαλλικό ναυτικό. Γνωρίζοντας πως ο στόλος που δεν κατάφεραν να σώσουν ήταν πλέον στα χέρια των Γερμανών, ο Τσόρτσιλ έδωσε την εντολή για επίθεση κι έπειτα άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Είχε κάνει ότι μπορούσε για τη Γαλλία αλλά από τι στιγμή που έπεσε η Γραμμή Μαζινό, το τελευταίο προπύργιο της Ευρώπης, αναγκάστηκε να πάρει σκληρές αποφάσεις που θα ήθελε να μην ήταν αναγκασμένος να πάρει.
Στο βιβλίο αυτό διάβασα φράσεις που έμειναν στην ιστορία, όπως αυτή που ήταν μέρος της ομιλίας του στη Βουλή των Κοινοτήτων και είναι ίσως η πιο γνωστή του φράση στον κόσμο. Μια υπόσχεση ότι θα βάλει τα δυνατά του, αυτό που όντως έκανε:
«Δεν έχω να προσφέρω τίποτα εκτός από αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα».
Αλλά και μετά τις πρώτες επιτυχίες της ΡΑΦ:
«Ποτέ στο πεδίο των ανθρώπινων συγκρούσεων δεν όφειλαν τόσο πολλά τόσο πολλοί σε τόσους λίγους».
Κάτι που δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω ήταν το οξύμωρο του θέματος πως ο Τσόρτσιλ οραματιζόταν τα Ενωμένα Κράτη της Ευρώπης, με τη Βρετανία ως αρχιτέκτονά τους. Ένα όραμα που υλοποιήθηκε μετά πόνων και βασάνων, μόνο και μόνο για να καταλήξουμε σε ένα Brexit τόσα χρόνια αργότερα.
Παρά τα όσα έγιναν τόσα χρόνια μετά από τον πόλεμο, ο Τσόρτσιλ όντως καταλάβαινε τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ευρώπης και προσπαθούσε να την κρατήσει ενωμένη απέναντι στον κοινό εχθρό. Η Αγγλία τίμησε το σύμφωνο άμυνας με την Ελλάδα όταν στις 9 Μαρτίου του 1941 έστειλε βρετανικό στρατό να βοηθήσει στην απόκρουση της αναμενόμενης επίθεσης και όπως τηλεγράφησε ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ίντεν από το Κάιρο:
«Ήμαστε προετοιμασμένοι να διακινδυνέψουμε να αποτύχουμε, θεωρώντας ότι ήταν προτιμότερο να υποφέρουμε με τους Έλληνες παρά να μην κάνουμε καμιά προσπάθεια να τους βοηθήσουμε».
Λίγα λόγια για το συγγραφέα:
Ο Erik Larson σπούδασε ρωσική ιστορία και πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και πήρε μάστερ στη δημοσιογραφία από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Έχει γράψει οκτώ βιβλία, έξι από τα οποία έγιναν best seller των New York Times. Το βιβλίο Οι Μέρες που Έχτισαν την Ιστορία, όπως και το προηγούμενό του, Dead Wake: The Last Crossing of the Lusitania, έφτασαν στο Νο 1 της λίστας. Το έργο του Ο Διάβολος στη Λευκή Πόλη, που επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα, ήταν φιναλίστ για το National Book Award, απέσπασε το βραβείο Edgar για βιβλίο έρευνας πραγματικού εγκλήματος, εμφανιζόταν σταθερά στις λίστες των best sellers για μια δεκαετία και πρόκειται να γίνει μίνι σειρά από το Hulu. Ο Larson υπήρξε συντάκτης στη Wall Street Journal και στο Time, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά The New Yorker, The Atlantic Monthly, Harper’s και σε άλλα έντυπα. Έχει διδάξει μη μυθοπλαστική γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, στα Σεμινάρια Γραφής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς και στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Έχει τιμηθεί από την Αμερικανική Μετεωρολογική Εταιρεία για το έργο του Isaac’s Storm και το 2016 απέσπασε το βραβείο μη μυθοπλαστικού έργου Carl Sandburg του Ιδρύματος της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Σικάγο. Ζει στο Σιάτλ με τη σύζυγό του και τα τρία παιδιά τους.