Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Πολλοί λένε ότι και στη Στοκχόλμη πλέον παίζουν πολιτικά παιχνίδια και προσπαθούν να φέρουν στην επιφάνεια και να βραβεύσουν μη Δυτικούς συγγραφείς ή αν θέλετε συγγραφείς που δε γράφουν στα Αγγλικά. Και όντως αν δει κανείς τα βραβεία που έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια, οι αγγλόφωνοι συγγραφείς έχουν μειωθεί. Δεν ξέρω κατά πόσο ευσταθούν όλα αυτά. Δεν είμαι ειδικός στο θέμα. Αυτό που ξέρω είναι ότι διαβάζοντας το βιβλίο του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα με τίτλο «Άλλες Ζωές» βλέπω μια οπτική αρκετά διαφορετική από τη λεγόμενη Δυτική οπτική. Βέβαια θα μου πείτε ο Γκούρνα μπορεί να κατάγεται από την Τανζανία, ζει όμως στη Βρετανία και γράφει στα Αγγλικά. Ναι, ισχύει. Όπως ισχύει και το ότι σε αυτό το βιβλίο τουλάχιστον, γιατί δεν έχω διαβάσει κάποιο άλλο δικό του, γράφει και μιλάει για την Τανζανία, για τη ζωή εκεί από την εποχή ακόμα που ήταν Γερμανική αποικία, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και μέχρι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι βασικοί ήρωες της ιστορίας μας είναι ο Χάμζα και η Αφίγια, όμως η αφήγηση δεν ξεκινάει με κανέναν από τους δύο. Ο Γκούρνα επιλέγει να μας μυήσει στο τι θα πει αποικιοκρατία και γι’ αυτό το λόγο ξεκινάει από δευτερεύοντες χαρακτήρες, των οποίων τη ζωή γνωρίζουμε, μαθαίνοντας παράλληλα και για την ιστορία του τόπου. Η Τανγκανίκα, σημερινή Τανζανία, ήταν από τα μέρη της Αφρικής που διεκδικήθηκαν από αρκετούς. Πολλοί ήταν οι Ινδοί που είχαν μετακομίσει εκεί και έκαναν εμπόριο με την Ινδία και άλλα Αφρικανικά μέρη. Ένας από αυτούς ήταν και ο Χαλίφα, ο δευτερεύον χαρακτήρας και άνθρωπος κλειδί στην ιστορία μας αφού θα φέρει κοντά τους δύο νέους και θα ενώσει τα κομμάτια της ιστορίας αλλά και τις ζωές τους.
Οι Γερμανοί ήταν οι άποικοι που είχαν και τη διακυβέρνηση του κράτους. Θεωρώντας φυσικά εαυτούς ανώτερους από τους ντόπιους, τους συμπεριφέρονταν σαν ζώα ή συγκροτούσαν στρατούς με Αφρικανούς, τους λεγόμενους Ασκάρι, για να πολεμήσουν στους πολέμους τους. Οι Γερμανοί ήταν οι αξιωματικοί του στρατού και οι Αφρικανοί ήταν φυσικά οι αναλώσιμοι στρατιώτες ή βαστάζοι που ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν για να μεταφέρουν οτιδήποτε χρειαζόταν ο στρατός, από πυρομαχικά μέχρι τρόφιμα. Όλα αυτά θα τα μάθουμε διαβάζοντας για τη ζωή του Χάμζα, που το έσκασε από τον έμπορο στον οποίο τον είχαν δώσει οι γονείς του για να εξοφλήσουν ένα χρέος τους, και που κατατάχθηκε στους Ασκάρι, πιστεύοντας πως θα γινόταν καλύτερη η ζωή του.
Στους Ασκάρι κατατάχθηκε και ο Ιλιάς, ο αδερφός της Αφίγια, πιστεύοντας στη δύναμη και την υπεροχή των Γερμανών. Ο ίδιος είχε απαχθεί από τους Ασκάρι όταν ήταν παιδί και μεγάλωσε σε μια Γερμανική φάρμα, όπου έμαθε τη γλώσσα, τους τρόπους και τη θρησκεία των Γερμανών. Όταν πια έφυγε από εκεί, έψαξε για την οικογένειά του και εντόπισε τη μικρή του αδερφή, τη μοναδική συγγενή του, στην οικογένεια που την είχε αφήσει ο πατέρας τους. Η Αφίγια ήταν κάτι σαν παρακόρη, σαν μια μικρή Σταχτοπούτα, που στα δέκα της χρόνια κοιμόταν στο πάτωμα δίπλα στην πόρτα και έκανε όλες τις δουλειές της οικογένειας σαν σκλάβα και με το φόβο του αρχηγού της οικογένειας. Όταν ο αδερφός της είδε την κατάσταση στην οποία ζούσε η αδερφή του, τα κουρέλια με τα οποία ντυνόταν, κατάλαβε πως δεν την πρόσεχαν, αλλά την εκμεταλλεύονταν. Την πήρε από εκεί και της έμαθε γραφή και ανάγνωση, κάτι που ούτε τα αγόρια μάθαιναν εκείνη την εποχή. Λίγοι άνθρωποι είχαν τέτοιες ικανότητες στα μέρη εκείνα.
Αυτά είναι τα πολύ βασικά κομμάτια της εξιστόρησης και μια εικόνα για έναν τόπο μακρινό και βασανισμένο. Ο Γκούρνα δίνει το στίγμα της αποικιοκρατίας αλλά και της γενικότερης ιμπεριαλιστικής πολιτικής των Ευρωπαϊκών κρατών, μιας και εκτός από τους Γερμανούς, την περιοχή τελικά αποίκισαν και οι Βρετανοί που κέρδισαν τον πόλεμο. Ο τόπος αυτός δεν ήταν ποτέ καθαρά Αφρικανικός. Πολλοί πολιτισμοί και πολλές κουλτούρες παντρεύτηκαν σε εκείνη τη γωνιά της Γης. Μια γη πλούσια με φτωχούς κατοίκους. Μια γη που όλοι ήθελαν για το δικό τους όφελος και που άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο νοιάστηκαν για τους ντόπιους στις καλές μέρες. Μια γη που επιτέλους ελευθερώθηκε μετά από πολλούς πολέμους και επαναστάσεις, μετά από αιματοχυσίες.
Η γλώσσα του Γκούρνα είναι απλή, όπως θα μίλαγαν οι ήρωές του. Δε θέλει να δείξει πως είναι καλύτερος από εκείνους, μιας και φαίνεται πως νιώθει ισάξιός τους. Αγαπά τον τόπο αυτό και μέσα από αυτή την ιστορία του το δείχνει. Δείχνει και τα καλά και τα άσχημα και τα παραθέτει ως γεγονότα, χωρίς να παίρνει θέση αλλά προσπαθώντας να αποδώσει τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα γίνεται. Σίγουρα θέλω να διαβάσω κι άλλα δικά του κείμενα.
Λίγα λόγια για το συγγραφέα