Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
«Ξένο Χώμα». Αμερικανική Γη. Το μέρος που για πολλούς Λατινοαμερικάνους φαντάζει σαν τη Γη της Επαγγελίας, το τέλος του εφιάλτη, την αρχή των ονείρων τους, την ήρεμη ζωή. Τι τους ωθεί όμως να θέλουν να φτάσουν ως εκεί και από τι πρέπει να περάσουν μέχρι να καταφέρουν να πραγματοποιήσουν αυτό το όνειρο;
Μέχρι πρότινος, η Λύδια και ο γιος της ο Λούκας ζούσαν μια συνηθισμένη ζωή μεσοαστών στο Ακαπούλκο του Μεξικού. Το Ακαπούλκο είναι γνωστό σαν θέρετρο, τουριστικός προορισμός που προτιμάται από πολλούς Βόρειο-Αμερικανούς και όχι μόνο. Όμως τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει κι αυτό δραματικά μιας και δεν κατάφερε να αποφύγει τη μοίρα της υπόλοιπης χώρας. Τα καρτέλ κυριαρχούν πλέον και στο Ακαπούλκο και η βία έχει ξεφύγει από κάθε όριο. Στο βιβλιοπωλείο της η Λύδια βλέπει την αλλαγή με τη μείωση των τουριστών. Ζει στον δικό της προστατευμένο κόσμο, σε ένα παράξενα απομονωμένο συννεφάκι. Τις λίγες φορές που το σύννεφο αυτό ταράζεται είναι όταν τα άρθρα του άντρα της του Σεμπαστιάν βάζουν στο στόχαστρο την εγκληματικότητα. Αυτές τις φορές συνήθως απομακρύνονται για λίγο, μένουν σε κάποιο ξενοδοχείο μέχρι να ξεχαστεί το θέμα και επιστρέφουν στην πραγματικότητα λίγο αργότερα. Δεν είναι πρόβλημα αυτό για τη Λύδια. Είναι περήφανη που ο άντρας της πολεμάει το έγκλημα με τον τρόπο του, που λέει φανερά την αλήθεια. Όμως πραγματικά φαίνεται πως ζει σε ένα σύννεφο γιατί πως αλλιώς δε θα μπορούσε να φοβάται ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή ο Σεμπαστιάν κινδυνεύει; Και είναι αλήθεια πως είχαν λάβει κάποια απειλητικά μηνύματα στο παρελθόν, όμως έχουν περάσει μήνες από τότε.
Μέχρι τη μέρα που ολόκληρη η οικογένεια της Λύδια σκοτώνεται. Γιορτάζουν τα δέκατα πέμπτα γενέθλια της ανιψιάς της στο σπίτι της μητέρας της Λύδια. Κάνουν μπάρμπεκιου και ο Σεμπαστιάν είναι ο ψήστης της οικογένειας. Ποιος θα το περίμενε ότι η Λύδια και ο Λούκα θα είναι οι μόνοι που θα σωθούν; Ποιος θα το περίμενε ότι ο εκτελεστής δε θα δώσει σημασία στη ντουζιέρα του μπάνιου γιατί η πόρτα δεν ήταν τελείως κλειστή και άρα δεν μπορεί να κρυβόταν κάποιος εκεί μέσα; Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει πως ένα οκτάχρονο παιδί και η μητέρα του θα σωθούν από θαύμα και θα πρέπει να ζήσουν με τη γνώση πως ολόκληρη η οικογένειά τους, οι άνθρωποι που γνώριζαν και αγαπούσαν μια ζωή και που είχαν μαζευτεί για να γιορτάσουν μαζί, δεν υπάρχουν ποια;
Έτσι ακριβώς ξεκινάει το βιβλίο, με μια σφαίρα που μπαίνει στο μπάνιο ενώ είναι μέσα ο Λούκα. Και έτσι συνεχίζει. Έντονα, αφού πρώτα μας δώσει κάποια στοιχεία για το παρελθόν της οικογένειας ώστε να καταλάβουμε με τι έχουμε να κάνουμε και πόσο μεγάλη είναι η αλλαγή στη ζωή τους. Η συγγραφέας έχει σκοπό να μας ταράξει για να μας θυμίσει ότι όσο εμείς ζούμε την ήρεμη και ήσυχη ζωή μας με τα προβλήματά μας, μεγάλα ή μικρά, όχι όμως ζωής και θανάτου, κάποιοι άλλοι άνθρωποι, στην άλλη άκρη του πλανήτη, δεν ξέρουν αν θα ζουν στο τέλος της ημέρας. Κι αυτό, όχι γιατί έχουν επιλέξει τη ζωή του εγκληματία, αλλά γιατί έτυχε να γεννηθούν σε εκείνη τη μεριά του πλανήτη. Εκεί όπου οι δολοφονίες είναι καθημερινότητα.
Μετά από ένα τόσο τραγικό γεγονός, η Λύδια πρέπει να σκεφτεί γρήγορα και να σώσει τη ζωή τη δική της και του γιου της όσο είναι ακόμα καιρός. Πρέπει να φύγουν. Να φύγουν μακριά. Κάπου όπου το καρτέλ δε θα τους φτάσει. Μακριά από τους αστυνομικούς που έχουν γεμίσει την αυλή της μητέρας της και παριστάνουν πως ερευνούν το περιστατικό. Ξέρει, όπως και όλοι στο Μεξικό, ότι οι περισσότεροι αστυνομικοί είναι πληρωμένοι από κάποιο καρτέλ. Γι’ αυτό και εγκλήματα σαν κι αυτό μένουν ατιμώρητα. Λίγοι είναι ευσυνείδητοι και κάνουν τη δουλειά τους, όμως δε φτάνουν. Γι’ αυτό και η Λύδια με τα λίγα μέσα που καταφέρνει να συγκεντρώσει εκείνα τα πρώτα κρίσιμα λεπτά, παίρνει το γιο της και φεύγουν μακριά. Στο Νόρτε. Στο Βορρά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκεί που ελπίζει πως τα καρτέλ και οι δολοφόνοι της οικογένειάς της δε θα τη φτάσουν.
Αυτό που ακολουθεί είμαι η ηρωική προσπάθεια ενός ταξιδιού που κάνουν χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά, με την ελπίδα να τους σπρώχνει μπροστά και χίλιους δυο κινδύνους να παραμονεύουν. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι σαν τη Λύδια και το γιο της ή ακόμα και καθόλου σαν αυτούς, δεν προσπαθούν για το καλύτερο; Άνθρωποι που έχουν βιώσει τη φτώχεια, την πείνα και τη βία στο πετσί τους. Άνθρωποι που έτυχε να γεννηθούν σε ένα τόπο όπου βασιλεύει η βία και ο νόμος του ισχυρού. Άνθρωποι που γνωρίζουν ότι στην πατρίδα τους δεν μπορούν να βοηθήσουν τις οικογένειές τους και έτσι παίρνουν τη μεγάλη απόφαση να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο και να προσφέρουν στα παιδιά τους και στις οικογένειές τους κάτι καλύτερο.
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου θα δούμε όλα όσα βλέπουμε στις οθόνες μας, σε ταινίες και σειρές, και θα νιώσουμε συναισθήματα τόσο δυνατά και τόσο έντονα που ίσως κάποιοι δε θα μπορέσουν να αντέξουν. Σπάραξε η καρδιά μου σε αρκετά σημεία της ανάγνωσης. Πόνεσα, έκλαψα, ρώτησα να μάθω γιατί; Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος; Γιατί φέρεται με αυτόν τον τρόπο; Γιατί πρέπει όλα τα θηλυκά να φοβούνται περισσότερο; Γιατί πρέπει η ομορφιά να είναι κατάρα; Γιατί πρέπει ένα κορίτσι δεκατεσσάρων και δεκαπέντε χρονών να μην μπορεί να ζήσει σαν ελεύθερος άνθρωπος; Να μην μπορεί να χαρεί τη ζωή; Γιατί θα πρέπει να φοβάται πως ανά πάσα στιγμή κάποιος μπορεί να της επιτεθεί, να της κάνει κακό; Γιατί να μην είμαστε όλοι γενναίοι σαν τον οχτάχρονο Λούκα; Γιατί να φοβόμαστε να υπερασπιστούμε το συνάνθρωπο, μην τυχόν και αλλάξει και η δικιά μας τύχη προς το χειρότερο;
Δεν ξέρω τελικά ποια σχέση έχει η συγγραφέας με όσα γράφει. Όμως ο τρόπος που τα έγραψε, έκανε ανθρώπους σαν κι εμένα που ζω τόσο μακριά από τη Λατινική Αμερική, να τους πονέσω περισσότερο. Γνώριζα τα υψίπεδα της Ονδούρας από τα ντοκιμαντέρ και τις εγκυκλοπαίδειες που διάβαζα από παιδί ακόμα. Γνώριζα πόσο όμορφα ήταν τα τοπία, πόσο αθώοι και φιλόξενοι ήταν οι άνθρωποι εκεί αλλά και πόσες δυσκολίες αντιμετώπιζαν. Μπορεί να μην είχαν τις ανέσεις του ηλεκτρικού, του τηλεφώνου και του ίντερνετ που έχουμε εμείς, όμως ζούσαν ανάμεσα στα σύννεφα μια αγνή ζωή. Μέχρι που κι αυτά τα όμορφα μέρη τα μαγάρισαν τα ναρκωτικά. Πουθενά δεν είναι πλέον κάποιος ασφαλής.
Το βιβλίο ξεσήκωσε πολύ κόσμο. Συζητήσεις επί συζητήσεων έγιναν και πολλές φορές από ανθρώπους που δεν είχαν καν διαβάσει το βιβλίο για να διαμορφώσουν άποψη. Οι λόγοι δεν είναι τόσο ξεκάθαροι, όμως θα προσπαθήσω να σας δώσω μια ιδέα. Το πρόβλημα είναι ότι το βιβλίο το έγραψε μια λευκή γυναίκα, μια Αμερικανίδα, η οποία έκλεισε μια συμφωνία με τον εκδοτικό που το ανέλαβε για ένα συμβόλαιο με εφταψήφιο νούμερο. Κοινώς, ένα συμβόλαιο εκατομμυρίων. Αυτό ενόχλησε πολλούς ανθρώπους, ιδιαίτερα Μεξικανούς και Λατινοαμερικάνους συγγραφείς που ενώ γράφουν για τις χώρες τους, την παράδοσή τους, τα όσα συμβαίνουν στη Λατινική Αμερική, δεν έχουν πετύχει ούτε κατά διάνοια συμβόλαιο με ποσό τέτοιου μεγέθους. Όχι γιατί δεν είναι ικανοί συγγραφείς, αλλά γιατί, όπως οι περισσότεροι υποστηρίζουν, υπάρχει ρατσισμός. Ρατσισμός ως προς τους Μεξικανούς, αλλά και τους υπόλοιπους λατινοαμερικάνους, ως προς τις ικανότητές τους. Οι προσπάθειές τους να πουλήσουν κάποιο βιβλίο τους στη Βόρεια Αμερική, εκεί όπου ουσιαστικά θέλουν να ακουστούν τα προβλήματά τους, αντιμετωπίζονται με ρατσισμό και καχυποψία και μια προσπάθεια υποβάθμισης των προσπάθειών τους. Δε λέω ότι δεν είναι αλήθεια, ούτε όμως κι ότι είναι. Σίγουρα υπάρχουν αυτές οι περιπτώσεις και δυστυχώς προσωπικά πιστεύω πως και οι δύο πλευρές είναι προκατειλημμένες. Όμως δεν ξέρω τι πραγματικά συμβαίνει.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα η Κάμμινς, μια λευκή γυναίκα, να γράψει για τους μετανάστες από τη Λατινική Αμερική. Γιατί η ίδια δεν είναι Λατίνα, άρα δεν ξέρει και δεν μπορεί να αποδώσει τη Λατινική κληρονομιά. Δεν έχει σημασία αν έχει κάνει έρευνα ή όχι. Κάποιοι άνθρωποι απλά δεν το δέχονται. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι εφόσον δεν γνωρίζει σε βάθος την Μεξικάνικη, στην περίπτωσή μας, κληρονομιά, την καθημερινότητα, τους φόβους, τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων, εφόσον δεν τα έχει βιώσει, δεν μπορεί και να αποδώσει σωστά τους χαρακτήρες. Έχω διαβάσει αρνητικές κριτικές με πολύ καλά επιχειρήματα όσον αφορά την τελευταία πρόταση. Μπορώ να καταλάβω τι εννοούν, όμως δεν μπορώ να το αποδεχθώ πλήρως. Όπως για παράδειγμα δε συμφωνώ με όσα γράφουν οι ξένοι συγγραφείς για την Ελληνική Μυθολογία, για την Ελληνική πραγματικότητα ή αρχαιότητα. Δε βγήκε όμως κανείς να τους πει μην γράφετε γιατί δεν ξέρετε και να γίνει παγκόσμιος σάλος. Ούτε κατέκρινε κανένας τους συγγραφείς που παρουσιάζουν τους λαούς της Μέσης Ανατολής σαν τρομοκράτες και κακοποιούς λες και αυτό είναι το κύριο και βασικό χαρακτηριστικό τους. Φοβούνται τους ανθρώπους που κατάγονται από εκεί, λες και είναι όλοι τους κακοί, μισητοί κακοποιεί που σκοπό έχουν να σκοτώσουν τους δυτικούς. Κατακρίνουν όμως τις χώρες στις ακτές των οποίων ξεβράζονται τα σώματα των μεταναστών από τη Συρία και άλλα μέρη. Γιατί σε αυτό είμαστε καλοί εμείς οι άνθρωποι. Να μη βλέπουμε τα λάθη τα δικά μας αλλά να κρίνουμε και να κατακρίνουμε όλους τους υπόλοιπους.
Δε θέλω όμως να βγω πολύ εκτός θέματος, γι’ αυτό θα σας πω πως το βιβλίο μου άρεσε πολύ, κι ας το έγραψε μια gringa, και φυσικά σας το προτείνω να το διαβάσετε για να διαμορφώσετε τη δική σας άποψη. Σας αφήνω με αυτό και με μια ερώτηση:
Μπορούν οι συγγραφείς στη λογοτεχνία να γράφουν για όποιο θέμα θέλουν, εφόσον πρόκειται για μυθιστόρημα και άρα μυθοπλασία και εφόσον έχουν κάνει έρευνα γι’ αυτό, ή πρέπει να λογοδοτήσουν σε κάποιον;
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
H Jeanine Cummins έχει γράψει τα μυθιστορήματα The Outside Boy (2010) και The Crooked Branch (2013), καθώς και το αυτοβιογραφικό A Rip in Heaven: A Memoir of Murder and Its Aftermath (2004). Το Ξένο χώμα έχει ήδη μεταφραστεί σε 34 γλώσσες.