Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Είχα ακούσει τα καλύτερα για τη γραφή της Φραντζέσκας Μάνγγελ όμως δεν είχα διαβάσει κάποιο βιβλίο της μέχρι τώρα. Με αφορμή το 4ο Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας, συνάντησα τη συγγραφέα την ημέρα που υπέγραφε τα βιβλία της και αποφάσισα πως ήρθε ο καιρός να διαβάσω κι εγώ ένα από αυτά. Επέλεξα το καινούριο της βιβλίο, με τίτλο «Οι Καθαροί» και βούτηξα κατευθείαν στα βαθιά! Η γραφή της με συνεπήρε από τις πρώτες σελίδες και ο όγκος του δε με τρόμαξε καθώς η αφήγηση κυλούσε σαν νερό.
«Ξέρεις τί σημαίνει το σημάδι; Έχεις ιδέα;»
Το δάχτυλό της, πιο κίτρινο απ’ τη σελίδα, διέτρεξε έναν πίνακα με σύμβολα.
«Διάβασε καλά τί γράφει! Διάβασε τον ορισμό! Στίγμα! Απ’ το αρχαίο ρήμα στίζω. Χαράζω τατουάζ. Πρώτα σου σημάδευαν τα χαρτιά για τις πολιτικές σου πεποιθήσεις, τώρα για έναν βαθμό μυωπίας. Αυτό σκόπευαν εξαρχής. Να μας υποβαθμίσουν. Να διαχωρίσουν τους άρτιους απ’ τους δήθεν ελλαττωματικούς. Τα τέρατα»
Η Κλόι είναι ανθρωπολόγος σε ένα κέντρο ερευνών όπου προσπαθεί να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη. Η ίδια είναι σε καλύτερη μοίρα από τους περισσότερους και ειδικότερα από τους ανθρώπους με τους οποίους ασχολείται το κέντρο ερευνών. Στην κοινωνία στην οποία ζει η Κλόι, οι άνθρωποι είναι χωρισμένοι σε δύο κατηγορίες. Στους Καθαρούς και σε όλους τους άλλους. Αυτός είναι ένας διαχωρισμός τον οποίο επέβαλε η κυβέρνηση που ανέλαβε την αποκατάσταση της χώρας μετά τον πόλεμο. Μόνο που σκοπός της κυβέρνησης αυτής δεν ήταν να ζει ο κόσμος ήρεμα και ελεύθερα, σε μια δημοκρατική χώρα. Κι αυτό οι πολίτες άργησαν να το αντιληφθούν. Πλέον, βρίσκονται υπό το ζυγό ενός απολυταρχικού καθεστώτος και φοβούνται μήπως πάθουν κάποιο σοβαρό τραυματισμό ή αποκτήσουν κάποιο χρόνιο νόσημα. Γιατί σε αυτή την περίπτωση, δε θα είναι πλέον Καθαροί, δε θα είναι προνομιούχοι πολίτες αυτής της χώρας. Οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας, μαρκάρονται με ένα σημάδι στο δάχτυλό τους και δεν επιτρέπεται να συνάψουν ερωτικές σχέσεις ή να παντρευτούν με Καθαρούς, παρά μόνο με όμοιούς τους.
Τον τελευταίο καιρό, τα πράγματα έχουν αλλάξει στο ερευνητικό κέντρο. Ο ιδιοκτήτης έχει εξαφανιστεί και φαίνεται πως πούλησε το κέντρο σε μια εταιρεία που μάλλον εξυπηρετεί κυβερνητικά συμφέροντα. Η έρευνα που έκαναν μέχρι τώρα οι άνθρωποι του κέντρου σταματάει και αναλαμβάνουν μια δουλειά που δεν έχει κάποια εμφανή σχέση με τις σπουδές ή το αντικείμενό τους. Προχωρούν σε μια καταγραφή όσων δεν είναι Καθαροί. Ποιοι είναι, που βρίσκονται, την κατάσταση της υγείας τους, τα νοσήματα και τα φάρμακά τους, τους θεράποντες ιατρούς, όλα στοιχεία που θα έπρεπε να προστατεύονται από το ιατρικό απόρρητο. Αυτό είναι το πρόγραμμα Ρ-3 και ο σκοπός του, άγνωστος στους ίδιους. Τους είπαν ότι θα έχουν κάποια ενημέρωση, όμως το μόνο που έχουν δει μέχρι τώρα είναι η αλλαγή στην καθημερινότητά τους και τα καινούρια πρόσωπα που έχουν αναλάβει το κέντρο. Και σαν να μην έφταναν όλοι οι περιορισμοί που έχει θέσει η κυβέρνηση, ξεσπάει πόλεμος με μια γειτονική χώρα και τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα πιο πολύ. Τα τρόφιμα και άλλα αγαθά μειώνονται αισθητά, ενώ την ίδια ώρα αυξάνεται η αστυνομοκρατία με ένστολους, ένοπλους ανθρώπους να καραδοκούν σε κάθε γωνιά κάθε μικρής και μεγάλης πόλης, με τη δικαιολογία ότι βρίσκονται εκεί για να τηρήσουν την τάξη και να προστατεύσουν τους πολίτες.
Η συγγραφέας δημιουργεί ένα δυστοπικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα όπως η ίδια εξηγεί στο σημείωμά της στο τέλος του βιβλίου. Διαβάζοντας το βιβλίο και με βάση την πολιτική εικόνα των τελευταίων ετών σε Ευρώπη, Αμερική αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς πόσο κοντά ή πόσο μακριά είναι αυτό το εφιαλτικό σενάριο. Να σημαδεύεται κανείς για ένα βαθμό μυωπίας, να στιγματίζεται για κάποια κληρονομική ασθένεια ή γιατί είχε την ατυχία να τραυματιστεί σοβαρά σε κάποιο ατύχημα. Κι αν σας φαίνονται υπερβολικά όλα αυτά, θα ήθελα να σας θυμίσω πόσο έχει απασχολήσει στο παρελθόν όχι μόνο την επιστήμη αλλά και τις τέχνες το κίνημα της ευγονικής. Πριν από είκοσι – εικοσιπέντε χρόνια δεν ήταν λίγες οι ταινίες με θέμα την γενετική υπεροχή, θυμάμαι χαρακτηριστικά την ταινία Gattaca, όμως δεν ήταν κάτι που προέκυψε όταν η τεχνολογία και η επιστήμη είχαν κάνει άλματα, ούτε και όταν δημιουργήθηκε ο πρώτος κλώνος. Δυστυχώς προϋπήρχε, με αποκορύφωμα την άνθιση του κινήματος της ευγονικής στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και τη μανία του Χίτλερ να δημιουργήσει την κυρίαρχη άρια φυλή. Ας μην ξεχνάμε που οδήγησε η μανία αυτού του ανθρώπου, μήπως και μπορέσουμε να αποτρέψουμε κάτι τόσο τρομακτικό να ξανασυμβεί, γιατί, δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται και μόνο όσοι δεν ξεχνούν το παρελθόν μπορούν να προστατεύσουν το μέλλον.
Από μόνο του το θέμα του βιβλίου είναι ικανό να μας ταρακουνήσει. Σε συνδυασμό με την ταλαντούχα πένα της Μάνγγελ όμως δημιουργεί ολοζώντανες εικόνες καταστροφής και ανελευθερίας. Τα δικαιώματα του ανθρώπου καταστρατηγούνται μέρα με τη μέρα κι εμείς δεν το συνειδητοποιούμε μέχρι τη στιγμή που θα το διαβάσουμε ανάμεσα στις γραμμές ενός βιβλίου.
Σας αφήνω με την κατακλείδα του βιβλίου και την προτροπή να το διαβάσετε.
«Το τέλος αυτής της ιστορίας, και κάθε ιστορίας, το ορίζουν οι άνθρωποι. Από εμάς εξαρτάται πάντοτε η κατάληξη, εμείς αποφασίζουμε για την έκβαση των γεγονότων, γυρνώντας το κεφάλι στο σκοτάδι ή στο φως.»
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Φραντζέσκα Μάνγγελ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Εικαστικές Τέχνες στο Πανεπιστήμιο De Montfort της Αγγλίας και δραστηριοποιήθηκε στον τομέα της conceptual photography για διαφημιστικές εταιρείες και περιοδικά. Παράλληλα, δίδασκε σε Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών και αρθρογραφούσε στον περιοδικό Τύπο. Σήμερα εργάζεται ως κειμενογράφος και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τη φωτογραφία και τη ζωγραφική.
Το πρώτο της μυθιστόρημα, Η νύχτα του Σάουιν, κατέκτησε το βραβείο Μυθιστορήματος της Xρονιάς στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενος Συγγραφέας» στα Βραβεία Public 2018. Το δεύτερό της μυθιστόρημα, Καχαραμπού, η συνέχεια της Νύχτας του Σάουιν, κυκλοφόρησε το 2019 κλείνοντας την επιτυχημένη διλογία.