Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Υπάρχουν οι δυστοπίες και υπάρχουν και οι δυστοπίες του Μακρόπουλου. Ο συγγραφέας που δε χρειάζεται να γράψει εκατοντάδες και εκατοντάδες σελίδες για να σε πείσει ότι συνέβη κάτι πολύ άσχημο, ότι ο άνθρωπος κατέστρεψε τον πλανήτη (Τι, δεν το ήξερες; Που ζεις;) και ότι ήρθε η ώρα που όλοι φοβόντουσαν, αυτή που και καλά δε θα ερχόταν παρά σε πενήντα ή εκατό χρόνια. Αυτή η ώρα που δεν περιμένει ποτέ κανείς να τον βρει όσο ζει. Η ώρα που η ζωή του ποτέ πια δε θα είναι η ίδια.
Οι πάγοι λιώνουν, δεν είναι καινούριο. Μπορεί στην εποχή μας οι πάγοι να λιώνουν με αργό ρυθμό, ή τουλάχιστον αυτό ελπίζουμε, όμως στην εποχή που περιγράφει ο Μακρόπουλος οι πάγοι λιώνουν από καιρό. Ο πλανήτης έχει υπερθερμανθεί. Παντού έχει ζέστη και φυσικά, οι πάγοι λιώνουν. Όσο λοιπόν οι πάγοι λιώνουν, η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει και παραθαλάσσια μέρη γίνονται πλέον υποθαλάσσια. Το νερό καλύπτει αλλοτινές παραλίες και παραλιακά χωριά και πόλεις. Κι όλο ανεβαίνει. Όσο το νερό ανεβαίνει και οι παγετώνες παύουν να υφίστανται, αποκαλύπτονται όλα όσα είχαν κάποτε κρυφτεί κάτω από το χιόνι.
Κάπως έτσι φανερώνεται και ένας αρχαίος μετεωρίτης. Οι επιστήμονες φυσικά τον μελετούν για να ερευνήσουν την προέλευσή του και τι μπορεί να σημαίνει η παρουσία του για τον πλανήτη. Αυτό που συμβαίνει όμως, δεν είναι αυτό που περίμεναν. Όσοι ήρθαν σε επαφή με τον μετεωρίτη προσβάλλονται από ένα άγνωστο ιό και πεθαίνουν. Σύντομα ο ιός εξαπλώνεται παντού στον πλανήτη. Οι μόνοι που δεν προσβάλλονται είναι όσοι τυγχάνει να έχουν μια μετάλλαξη σε μια σειρά γονιδίων. Όμως είναι πολύ λίγοι αυτοί οι άνθρωποι και έτσι είναι και δυνατόν να σωθούν. Έχοντας να πολεμήσει με τον ιό και τη συνεχή αύξηση της στάθμης της θάλασσας, η ανθρωπότητα δημιουργεί υπόγειες πόλεις. Εκεί θα μπορέσουν να επιζήσουν οι λίγοι τυχεροί, ώστε να μη χαθεί δια παντός το ανθρώπινο είδος. Κάποιοι όμως θέλουν κάποια στιγμή να επιστρέψουν στην ελευθερία της επιφάνειας. Κάποιοι θέλουν να ξαναδούν το φως του ήλιου και το γαλάζιο της θάλασσας.
Ειλικρινά, δεν ξέρω πως τα καταφέρνει και λέει, όχι, μεταδίδει όλα αυτά που θέλει, μέσα σε τόσο λίγες σελίδες. Στη γραφή του Μακρόπουλου θα βρει κανείς χρώματα, αρώματα, συναισθήματα και εικόνες που θα του σχεδιάσουν μες στο νου, αυτό που ζητά να του πει ο συγγραφέας. Μέσα σε 73 σελίδες δίνει όλη τη σοβαρότητα της κατάστασης που βιώνουμε και που μπορεί να μας οδηγήσει, και παράλληλα γίνει την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, όταν πια η καταιγίδα θα έχει περάσει, όταν θα έχουμε μάθει από τα λάθη μας και όταν θα είμαστε σε θέση να προσαρμοστούμε εμείς στο περιβάλλον και όχι το περιβάλλον σε εμάς.
Με λυρισμό και ρεαλιστική μα όμορφη γραφή, χωρίς υπερβολές και χωρίς πολλά στοιχεία, για άλλη μια φορά, ο Μιχάλης Μακρόπουλος καταφέρνει να μαγέψει τον αναγνώστη και να τον «βάλει» στον κόσμο του. Μαζί με την ηρωίδα που είναι και η αφηγήτρια της ιστορίας, ο αναγνώστης μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί, να μυρίσει, να γευτεί και να πλάσει τα σκοτεινά σημεία, αυτά που δεν έχουν πολύ φως και ανάπτυξη και να δει τι κρύβεται πίσω από τις κουρτίνες του μυαλού της.