Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Με έναυσμα το σκάκι, ο Τσβάιχ γράφει μια νουβέλα που επιχειρεί να εξερευνήσει ή αν θέλετε να μελετήσει την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Πώς αντιδρά ο ανθρώπινος νους κάτω από συγκεκριμένες και δη πιεστικές καταστάσεις; Ποιοι μπορεί να είναι οι αμυντικοί μηχανισμοί που μπορεί να εκκινήσει το μυαλό ώστε να μη χαθεί μέσα στην τρέλα και την απομόνωση; Να υπομείνει τα βασανιστήρια;
Ο Τσβάιχ τοποθετεί τη σκακιέρα του πάνω σε ένα πλοίο που διατρέχει τον Ατλαντικό Ωκεανό από το βορρά προς το νότο. Αφετηρία είναι η Νέα Υόρκη και προορισμός το Μπουένος Άιρες. Στο πλοίο επιβαίνει ο παγκόσμιος πρωταθλητής σκακιού Μίρκο Τσέντοβιτς, ο άνθρωπος τον οποίο προσπαθεί να προσεγγίσει ο αφηγητής μας. Κανείς δεν έχει πάρει ποτέ συνέντευξη από τον μεγάλο σκακιστή. Αν λοιπόν το καταφέρει αυτός, θα είναι μεγάλο κατόρθωμα. Έτσι βρίσκει τον τρόπο που θα τον προσεγγίσει. Μια παρτίδα σκάκι. Για να πάρει μέρος σε κάτι τέτοιο όμως ο παγκόσμιος πρωταθλητής θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από μια προτροπή από ερασιτέχνες. Όταν πια καταφέρουν να τον πείσουν να παίξει, οι αντίπαλοί του, ερασιτέχνες όλοι, θα τα βρουν σκούρα. Μέχρι τη στιγμή που ένας άγνωστος άντρας, θα τους σταματήσει λίγο πριν κάνουν μια κίνηση που θα τους στοιχήσει. Έτσι, με τις συμβουλές του αγνώστου θα καταφέρουν να έρθουν σε ισοπαλία με τον μεγάλο πρωταθλητή, πράγμα που φυσικά τον ενοχλεί και έτσι μια καινούρια παρτίδα θα κανονιστεί ανάμεσα στον Τσέντοβιτς και τον άγνωστο.
Ο άγνωστος άντρας δεν είναι άλλος από τον αυστριακό δικηγόρο δρ Μπ, ο οποίος καλεί τον αφηγητή μας σε μια κατ’ ιδίαν συνάντηση όπου και του εξιστορεί λίγο πολύ την ιστορία της ζωής του. Ο δρ Μπ δεν ήταν ποτέ θαυμαστής του σκακιού. Είχε να πιάσει πιόνι στα χέρια του από όταν πήγαινε σχολείο. Όταν όμως αιχμαλωτίστηκε από τους Ναζί, δεν στάλθηκε σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, παρά περιορίστηκε στην απομόνωση ενός δωματίου ξενοδοχείου. Εκεί, μόνος του όλη την ημέρα, εκτός από τις ώρες που τον καλούσαν για ανάκριση, ο δρ Μπ προσπαθούσε με δυσκολία να παραμείνει στην πραγματικότητα. Μέχρι που μια μέρα, έκλεψε από έναν Γερμανό ένα βιβλίο. Δεν είχε ιδέα τι βιβλίο ήταν, μέχρι που μπόρεσε να επιστρέψει στο δωμάτιό του και να το ανοίξει. Ήταν όμως όλος χαρά, μιας και θα μπορούσε να χαθεί στην ιστορία του. Έτσι, όταν το άνοιξε και είδε πως επρόκειτο για ένα βιβλίο σκακιού, απογοητεύτηκε. Και πάλι, δεν το έβαλε κάτω. Ήταν μια πρώτης τάξεως απασχόληση! Στο διάστημα που ακολούθησε, έπαιξε πολλές παρτίδες με τον εαυτό του και έφτασε σε σημείο να νευρικό κλονισμό ενώ φώναζε στον εαυτό του να παίξει πιο γρήγορα. Από τότε, δεν είχε ξαναπαίξει άλλη παρτίδα μιας και, από ότι φαίνεται, το σκάκι ήταν ένα είδος εθισμού για εκείνον.
Μέσα σε μια τόσο μικρή νουβέλα ο Τσβάιχ μας θυμίζει πόσο διαφορετικοί είμαστε. Κάποιοι είναι αλαζόνες, άλλοι είναι ταπεινοί. Κάποιοι είναι ιδιοφυίες και άλλοι έχουν λάβει τη βασική ή και καθόλου μόρφωση. Μας θυμίζει ότι ο πιο προφανής νικητής, δεν είναι πάντα ο νικητής.
Λίγα λόγια για το συγγραφέα
Ο Στέφαν Τσβάιχ, δευτερότοκος γιος του Εβραίου υφασματοβιομήχανου Μόριτς Τσβάιχ και της Ιταλοεβραίας κόρης τραπεζιτών Ίντα Μπρεντάουερ, γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1881 στη Βιέννη. Μεγάλωσε στο μεγαλοαστικό περιβάλλον της βιεννέζικης εβραϊκής κοινότητας. Σπούδασε Γερμανική και Ρομανική Φιλολογία στη Βιέννη και στο Βερολίνο και το 1904 έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα. Δημοσίευσε την πρώτη συλλογή ποιημάτων (Ασημένιες χορδές) το 1901, επηρεασμένος από τον Ούγκο φον Χόφμανσταλ και τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Τα έργα του, κυρίως νουβέλες και βιογραφικές μελέτες, τον καθιέρωσαν πολύ γρήγορα στο διεθνές λογοτεχνικό στερέωμα. Ταυτόχρονα, εργάστηκε ως δημοσιογράφος για τη βιεννέζικη εφημερίδα Neue Freie Presse, μετέφρασε σημαντικά έργα και υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες χειρογράφων. Κοσμοπολίτης, πολυταξιδεμένος ειρηνιστής και ανθρωπιστής, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Ζάλτσμπουργκ. Το 1933 οι Ναζί έκαψαν τα βιβλία του και απαγόρευσαν την κυκλοφορία και την έκδοσή τους στη Γερμανία.
Το 1934 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αυστρία και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο μαζί με τη γραμματέα του, Λότε Άλτμαν, την οποία παντρεύτηκε το 1939 μετά το διαζύγιό του από την πρώτη του σύζυγο, Φριντερίκε. Με την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ, το διαβατήριό του έχασε την ισχύ του. Το 1940 απέκτησε τη βρετανική υπηκοότητα αλλά, φοβούμενος ότι ως Αυστριακός θα θεωρούνταν εχθρός, μετοίκησε μαζί με τη νέα σύζυγό του στην Πετρόπολη της Βραζιλίας. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1942 ο Στέφαν Τσβάιχ και η Λότε Άλτμαν αυτοκτόνησαν, παίρνοντας μεγάλη δόση βαρβιτουρικών. Στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα ο Στέφαν Τσβάιχ ανέφερε ότι με την πνευματική πατρίδα του, την Ευρώπη, κατεστραμμένη και ύστερα από τόσα χρόνια περιπλάνησης, ως άπατρις, δεν είχε πια τις απαραίτητες δυνάμεις για μια νέα αρχή:
«Χαιρετώ όλους τους φίλους μου. Είθε να έρθει η στιγμή που θα αντικρίσουν την αυγή μετά τη μακριά νύχτα. Εγώ, ως υπερβολικά ανυπόμονος, προπορεύομαι».
Πολυγραφότατος, άφησε πλούσιο και σημαντικότατο έργο (Επικίνδυνος οίκτος, Σύγχυση αισθημάτων, Οι μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας, Η γυναίκα και το τοπίο, Αμόκ, Ταξίδι στο παρελθόν, βιογραφίες των Μαρία Στιούαρτ, Μαρία Αντουανέτα, Λέων Τολστόι, κ.ά.).
Συγκλονιστικό βιβλίο!
Πόσα σου δίνει μέσα σε τόσο λίγες σελίδες ε;