«Νυφικό από πορφύρα» από τη Σοφία Βόικου #BookReview

Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου

 

Υπάρχει τόση Ιστορία χωμένη στα βιβλία, ξεχασμένη από χρόνια, που δεν πέρασε από γενιά σε γενιά ή που δεν έχει βγει παραέξω από τις οικογένειες που πραγματικά επηρέασε. Ή τέλος πάντων, μπορεί να χάθηκε σαν κάτι μικρό κι ασήμαντο μέσα στο ρου των γεγονότων. Μία από τις ιστορικές περιόδους για τις οποίες δεν έχω διαβάσει όσο θα ήθελα είναι και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Για την ακρίβεια, δεν έχω διαβάσει τόσα πολλά βιβλία που να τοποθετούνται στην περιοχή που στην ουσία επλήγη από τη «μοιρασιά» των εδαφών και που μάτωσε και πόνεσε στο Μακεδονικό Αγώνα. Δε μιλάμε για τη Θεσσαλονίκη, που λόγω θέσης και λιμανιού την ήθελαν όλοι. Αλλά εκτός από το βιβλίο «Στα μυστικά του βάλτου» και την ιστορία του στη λίμνη των Γιαννιτσών, κανένα άλλο βιβλίο δε μου έρχεται τόσο έντονα στο νου. Όταν λοιπόν διάβασα πως το νέο βιβλίο της Σοφίας Βόικου ρίχνει φως σε μια περιοχή που δεν ήξερα καν ότι κάποτε κατοικούνταν από Έλληνες, δεν μπόρεσα να μην του δώσω προτεραιότητα. Είναι κι αυτή η μαγική πένα της κυρίας Βόικου που πάντα με ταξιδεύει στο παρελθόν όχι μόνο για να διαβάσω μια υπέροχη μυθοπλαστική ιστορία, αλλά και για να μάθω μέσα από την έρευνα που πάντα και ενδελεχώς κάνει, για σημαντικά ιστορικά γεγονότα που ίσως μου διαφεύγουν.

Έτσι ταξίδεψα κι εγώ για λίγο στο Μελένικο τις τελευταίες μέρες, παρέα με τη Θεοφανώ, το Λάζαρο, τον Πέτκο και τους υπόλοιπους ήρωες του βιβλίο. Το Μελένικο, που πλέον ονομάζεται Μελενίκ, ήταν κάποτε τόπος εξορίας για τους Βυζαντινούς, με αποτέλεσμα να φιλοξενεί στα εδάφη του επιφανείς προσωπικότητες και πολλούς Βυζαντινούς θησαυρούς. Όμως δεν έμεναν μόνο Έλληνες στο Μελένικο. Έμεναν και Βούλγαροι και Τούρκοι, όπως και στις περισσότερες πόλεις και χωριά της περιοχής. Μην ξεχνάμε πως στις αρχές τους εικοστού αιώνα, η Μακεδονία ήταν ακόμα υπό Τουρκική κατοχή και ήταν μια περιοχή που τη διεκδικούσαν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Βούλγαροι. Ποιος δε θα ήθελε άλλωστε μια περιοχή με τόση ιστορία, που στα εδάφη της κατοικούσαν ομοεθνείς τους, αλλά και που είχε εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα της Μεσογείου.

Το βιβλίο ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη του 1990 όπου η Βασιλική έχει αναλάβει να συντηρήσει μια εικόνα, Βυζαντινή καθώς φαίνεται. Όμως από όταν την πήρε στα χέρια της, ένα όνειρο βασανίζει τον ύπνο της. Βλέπει μια γυναίκα με στητή κορμοστασιά και κόκκινο ένδυμα, όπως αυτό της εικόνας. Τα λόγια της είναι δυσοίωνα και αναστατώνουν τη Βασιλική. Έπειτα μεταφερόμαστε στο παρελθόν, στις αρχές του εικοστού αιώνα στο Μελένικο, όπου βρίσκεται η Θεοφανώ, μια κοπέλα που κατάγεται από καλή οικογένεια, βυζαντινή και που με τα γαλάζια της μάτια και τα ξανθά της μαλλιά έχει μαγέψει έναν καλόγερο, ένα κομιτατζή και έναν έμπορο από τη Βιέννη. Ποιος από τους τρεις θα κατακτήσει την καρδιά της; Σε ένα τόπο που πονάει και αιμορραγεί κάθε μέρα και περισσότερο, σε μια πόλη που βάλλεται από τα πυρά Ελλήνων, Τούρκων και Βούλγαρων, ποιο μέλλον μπορεί να υπάρξει;

Έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως ναι μεν η κυρία Βόικου μας δίνει την ιστορία από την πλευρά των Ελλήνων, μέσω της ηρωίδας της, αλλά και των υπόλοιπων Ελλήνων του Μελένικου, δίνει όμως και κάποια στοιχεία από την πλευρά των Βούλγαρων. Κάποιοι ήθελαν απλά μια Μακεδονία αυτόνομη, ενώ άλλοι ήθελαν να την ενώσουν με τη Βουλγαρία. Δεν αδικώ κανέναν τους, μιας και ο καθείς είχε τους λόγους του, όπως είχε και η Ελληνική πλευρά. Όταν στα μέρη αυτά κατοικούν και οι μεν και οι δε, τότε και οι δυο τους τη θεωρούν πατρίδα και τα όρια μεταξύ δίκαιου και άδικου είναι θολά. Σαν Ελληνίδα πιστεύω στην ιστορία του τόπου μου και θεωρώ τα εδάφη αυτά Ελληνικά, όπως και αυτά που χάθηκαν στη μοιρασιά, εφόσον κάποτε εκεί κατοικούσαν Έλληνες. Δεν μπορώ όμως να μη σκεφτώ πόσα πέρασαν και οι δυο πλευρές, οι αθώοι άνθρωποι που κατοικούσαν εκεί, όχι οι κυβερνήσεις, αλλά και πόσο μίσος είχε σταλάξει στην καρδιά τους αυτός ο πόλεμος. Δεν μπορούσα επίσης να μην πονέσω και με τις δύο πλευρές όταν πονούσαν και όταν οι αθώοι άνθρωποι ήταν αυτοί που την πλήρωναν τελικά όπως πάντα. Αυτοί που ζούσαν μέσα στο φόβο και που υπό την απειλή όπλου αναγκάζονταν να ασπαστούν άλλη θρησκεία ή να κάνουν τους μέχρι πρότεινα φίλους, εχθρούς τους. Κανείς δεν γνωρίζει πως θα αντιδρούσε αν βρισκόταν σε αντίστοιχη θέση, ότι κι αν λέμε τώρα από την ασφάλεια του σπιτιού μας.

Η ανάγνωση του βιβλίου έχει τελειώσει από την προηγούμενη ημέρα όμως το πάθος της γραφής και η αδιάκοπη ροή της ιστορίας παραμένουν ακόμα χαραγμένα στο νου μου. Οι τόσο χαρακτηριστικές εικόνες που δημιούργησε η συγγραφική πένα δε λένε να φύγουν από το νου μου, ειδικά κάποια σημεία όπως το κόκκινο ποτάμι που έβαψε το Μελένικο. Ήταν όμως κι αυτοί οι χαρακτήρες που θα με συντροφεύουν για καιρό. Ο Λάζαρος με την ευγενική και αθώα ψυχή, η Θεοφανώ με το δυναμικό της χαρακτήρα, ο Πέτκο που νιώθει προδομένος ξανά και ξανά από τους ανθρώπους που αγάπησε, ο Αντρέας που θυμίζει άνθρωπο που ξέρει να μιλάει χωρίς να εκτιμάει τα όσα έχουν κάνει οι άλλοι για εκείνον, νομίζοντας πως επειδή βγάζει παθιασμένους λόγους αγαπάει τον τόπο του περισσότερο από τους άλλους.

Όπως κάθε προηγούμενο βιβλίο της κυρίας Βόικου, έτσι κι αυτό ήρθε για να με τραβήξει στο παρελθόν του τόπου μας, να μου θυμίσει τον πόνο και βάσανα που έζησαν οι πρόγονοί μας για να ζήσει η δική μου οικογένεια στην ασφάλεια που τώρα την περιβάλει.

 

Εκδόσεις Ψυχογιός

 

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η ΣΟΦΙΑ ΒΟΪΚΟΥ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Ιστορία της Τέχνης στη Σχολή του Λούβρου. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στην Επικοινωνία και τον Πολιτισμό των Χωρών της Μεσογείου στο Πανεπιστήμιο Sophia Antipolis της Γαλλίας. Από το 1997 δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο της διαφήμισης και της επικοινωνίας, διευθύνοντας το δικό της δημιουργικό γραφείο. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν συνολικά εννέα μυθιστορήματά της, τα οποία έχουν πουλήσει περισσότερα από 180.000 αντίτυπα.

 

Leave a Reply / Αφήστε ένα σχόλιο

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.