Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου
Ζούμε σε μια εποχή που όλα τα φτάνουμε στα άκρα γιατί πλέον μόνο έτσι καταλαβαίνουμε. Είναι η εποχή των social media, η εποχή που ο καθένας μπορεί ελεύθερα να εκφράσει τη γνώμη του, όποια κι αν είναι αυτή, χωρίς να νοιάζεται αν αυτά που λέει έχουν επίδραση σε κάποιον, ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό. Κι αυτό, θα πω εγώ, είναι και καλό και κακό.
Είναι καλό γιατί πλέον δεν υπάρχουν φωνές που δεν ακούγονται. Είναι καλό γιατί μπορεί να γίνει διάλογος. Είναι καλό γιατί υπάρχει όντως η ελευθερία του λόγου για την οποία πάλεψαν οι προηγούμενες γενιές. Είναι καλό γιατί μπορούν όλοι να εκφραστούν ελεύθερα, να πουν τη γνώμη τους χωρίς να φοβούνται ότι μπορεί να έχουν αντίποινα, είναι άλλωστε κάτι απρόσωπο, όσοι διαβάσουν όλα αυτά που θα πεις, δε γνωρίζουν αυτόματα και το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνσή σου. Είναι καλό γιατί έτσι δίνεται βήμα σε περισσότερο κόσμο να μιλήσει και να πει τη γνώμη του.
Είναι όμως και κακό γιατί η νέα γενιά, στην πλειονότητά της, πιστεύει πως γνωρίζει τα πάντα και έχει άποψη σε όλα, γνωρίζει όμως μόνο αυτά για το οποία έχει διαβάσει στα social media. Είναι κακό γιατί όλοι αυτοί που βγαίνουν και λένε την άποψή τους, δε σημαίνει ότι είναι ειδικοί, ότι γνωρίζουν το αντικείμενο για το οποίο μιλάνε ή ότι έχουν επαρκή επιχειρήματα. Είναι κακό γιατί αυτή η φωνή που δίνεται, χρησιμοποιείται πολλές φορές με δόλο και με σκοπό να πλήξει και να κάνει κακό στους αδύναμους. Είναι κακό γιατί χρησιμοποιείται για να τραμπουκίσει όσους δε συμφωνούν, για να βρίσει, να μειώσει, να εξευτελίσει και να πονέσει όσους δεν έχουν τις ίδιες απόψεις.
Αυτή είναι η εποχή που ζούμε, αυτή που οι μάζες, ναι οι μάζες, ακολουθούν τυφλά και πιστά , τον καθένα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει βρει κάποιο βήμα να μιλήσει και να τοποθετηθεί, να στηρίξει την άποψή του με φανφάρες και με λόγια ηχηρά, να προτείνει δραστικές λύσεις, που λίγη παραπάνω σκέψη, λίγη παραπάνω σοβαρή σκέψη θα απέρριπτε χωρίς δεύτερη ματιά, και τελικά να δημιουργήσει ένα δικό του κατεστημένο. Αυτή είναι η εποχή που ζούμε και από αυτό το λήθαργο προσπαθεί να μας ξυπνήσει η συγγραφέας με το συγκεκριμένο βιβλίο.
Σε ένα όχι και πολύ μακρινό μέλλον και αφού τα ήθη έχουν αλλοιωθεί πλέον κατά πολύ, ο συντηρητισμός επιστρέφει δυναμικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Άλλωστε πρόκειται για μία χώρα με πολύ μεγάλες αντιθέσεις, που όμως στην πλειονότητά της, είχε πάντα μια στροφή στο συντηρητισμό με κάποιες εκλάμψεις επανάστασης προς την ελευθερία. Η στροφή αυτή όμως είναι πλέον τόσο μεγάλη που οι καλοί Χριστιανοί, οι καλοί άντρες Χριστιανοί αποφάσισαν πως για το καλό της πατρίδας , θα πρέπει η χώρα να γυρίσει πίσω στη δεκαετία του πενήντα και παρθούν δραστικά μέτρα ώστε η χώρα να γίνει και πάλι η καλή ήσυχη χώρα που ήταν κάποτε. Έτσι, απαγορεύεται πλέον στις γυναίκες να αρθρώσουν πάνω από 100 λέξεις ημερησίως και αν τις παραβούν, το τίμημα θα είναι το ηλεκτροσόκ που θα νιώσουν από ένα νέο ειδικό βραχιόλι που πλέον φοράει κάθε θηλυκό στη χώρα από τη γέννησή του.
Φυσικά και έχουν απομακρυνθεί όλες οι γυναίκες από τα καίρια πόστα που πιθανόν κρατούσαν. Καμιά τους δεν εργάζεται πλέον και δεν τους επιτρέπεται να διαβάζουν ή να παίρνουν αποφάσεις που δεν έχουν την έγκριση του συζύγου. Όλα τα βιβλία που υπήρχαν σε ένα σπίτι είναι πλέον κλειδωμένα και πρόσβαση σε αυτά έχει μόνο ο άντρας του σπιτιού. Δε γίνεται λόγος για τρίτο φύλο ή για άτομα που δεν ακολουθούν τα Χριστιανικά αποδεκτά και μοναδικά φύλα, άρρεν και θήλυ. Όσοι επέλεξαν να κρατήσουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα που δε συνάδει με το νέο πρόσωπο της χώρας, όπως και όσες γυναίκες επέλεξαν να πολεμήσουν τον ύπουλο αυτό εχθρό, βρίσκονται πλέον στη φυλακή ή εκτελούν καταναγκαστική εργασία, προσφέροντας αδιάκοπα και χωρίς επιλογή, τις υπηρεσίες τους στου καλούς πολίτες της πατρίδας.
Η νευρογλωσσολόγος Τζιν ΜακΚίλαν πλέον έχει χάσει τη θέση της και έχει αναγκαστεί να αφήσει την έρευνά της λίγα μόλις βήματα πριν την ανακάλυψη της θεραπείας για την άσχημη ασθένεια της αφασίας. Τώρα πλέον είναι μόνο σύζυγος και μητέρα τεσσάρων παιδιών, τριών αγοριών και ενός κοριτσιού. Αναθυμάται με πόνο όσα δεν έκανε τότε που μπορούσε, χωμένη μέσα στα βιβλία της, με το μυαλό της προσηλωμένο μόνο στις σπουδές της, και αρνούμενη να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω της. Τώρα όμως εν έχει άλλη επιλογή παρά να δει όλα αυτά που στερείται η ίδια αλλά και η κόρη της. Τώρα πλέον βλέπει πως όλα αυτά για τα οποία πάλεψαν και κατέκτησαν με τόσο κόπο οι γυναίκες πριν από αυτήν για αυτήν, όλα τα κατεκτημένα γυναικεία δικαιώματα καταπατώνται βάναυσα και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Θα προσπαθήσει λοιπόν η ίδια να κάνει ότι μπορεί, όταν της δίνεται η ευκαιρία.
Διαβάζοντας το «Μη Μιλάς» της Christina Dalcher θύμωσα πολύ καθώς έβλεπα όλα τα γυναικεία κεκτημένα να καταπατώνται. Μου ήρθε στο μυαλό «Η Ιστορία της Θεραπαινίδας» της Μάργκαρετ Άτγουντ και όχι άδικα. Και σε εκείνη την περίπτωση η πατριαρχία επιβάλει τη θέλησή της, μόνο που κάποιες γυναίκες έχουν πιο ενεργό ρόλο, ενώ εδώ βλέπουμε την υποταγή τους, ή τουλάχιστον κάποιων εξ αυτών, ως άβουλων ζώων. Αυτών δηλαδή που δημιουργούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα social media από όσους δεν έχουν ή δε δημιούργησαν ποτέ κριτική σκέψη. Η συγγραφέας εστιάζει πολύ στο Χριστιανισμό, για να τονίσει τα κακά της άνευ όρων υποταγής στα λόγια κάποιου. Δε νομίζω ότι σκοπός της είναι να προσβάλει τους Χριστιανούς, όμως, όπως είναι φυσικό, η θρησκεία παίζει πολύ μεγάλο ρόλο σε πολλές πτυχές της ζωής ενός ανθρώπου. Και αν το σχέδιο είναι οργανωμένο καλά, τότε ο φανατισμός που μπορεί να δημιουργήσει είναι τεράστιος και με ασύλληπτες διαστάσεις. Το έχουμε δει άλλωστε πολλές φορές στην ιστορία, τόσο στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού ή του Ισλάμ, όσο και μετέπειτα με τις διάφορες κάστες και αιρέσεις που δημιουργήθηκαν με βάση όλες τις θρησκείες που υπάρχουν στον πλανήτη. Όταν δοθεί ελεύθερο βήμα σε φανατικούς ανθρώπους, ικανό να φτάσει στα σπίτια εκατομμυρίων ανθρώπων, είναι φυσικό και επόμενο να καταφέρουν να προσηλυτίσουν πολύ περισσότερους ανθρώπους από ότι θα κατάφερνε ένας περιπλανώμενος προφήτης.
Το βιβλίο της Dalcher προκαλεί γιατί μιλάει για τη φίμωση της γυναίκας. Γιατί το κάνει τόσο ανοιχτά και ξεδιάντροπα και γιατί το παρουσιάζει σαν ένα φυσικό επακόλουθο των όσων ζούμε. Προσπαθεί να ταρακουνήσει τη γυναίκα να μην επαναπαύεται σε όσα κάποιες άλλες κατάφεραν για εκείνη πριν από τόσα χρόνια. Θυμίζει πως το φεμινιστικό κίνημα δεν είναι κάτι που έγινε κάποτε στο παρελθόν και τώρα πλέον τελείωσε και όλα είναι καλά. Το βλέπουμε άλλωστε όλοι σε καθημερινή βάση. Ειδικά όσες εργαζόμαστε σε περιβάλλον που θεωρείται «παραδοσιακά» ανδροκρατούμενο. Ειδικά όσες έχουν ζήσει ή έχουν έρθει σε επαφή με οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης. Τίποτα δεν είναι δεδομένο αν επαναπαυτούμε και δε συνεχίσουμε να παλεύουμε για τα δικαιώματά μας. Αν δεν παίρνουμε εμείς οι ίδιες τις αποφάσεις που αφορούν το σώμα μας ή τη ζωή μας. Αν επιτρέψουμε σε άλλους να κινούν τα νήματα, να μας εκφοβίζουν και να μας απαξιώνουν. Όμως για όλα αυτά χρειάζεται παιδεία, χρειάζεται στήριξη και ένα ασφαλές περιβάλλον.
Διαβάζοντας το «Μη Μιλάς» αυτές τις μέρες που στη χώρα είχαμε δύο τόσο καυτά θέματα, όπως το «Συνέδριο γονιμότητας και αναπαραγωγικής αυτονομίας» και η δολοφονία της Καρολάιν, δεν μπόρεσα να μην κάνω τη σύγκριση. Ή είμαστε τόσο επηρεασμένες από όσα διαβάζουμε στα social media που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την ουσία των πραγμάτων και το πραγματικό μήνυμα πίσω από το διαφημιστικό σποτ του συνεδρίου, ή κάτι πάει πραγματικά πολύ στραβά σε αυτή τη χώρα. Ή είμαστε τόσο τυφλοί που να θεωρούμε στη σημερινή εποχή, αποδεκτό τον «έρωτα» μιας δεκαπεντάχρονης κοπέλας για κάποιον που έχει τα διπλά της χρόνια, κάποιον που θα μπορούσε να διαμορφώσει το χαρακτήρα και την πραγματικότητα μιας έφηβης κοπέλας κατά πως ήθελε και κατά πως τον βόλευε και μάλιστα να υποστηρίζουν πολλοί ότι έφταιγε κιόλας το θύμα γιατί ήθελε να βγει από μια σχέση που της έκανε κακό, ή κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στην κοινωνία μας. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Για να επιστρέψω στο βιβλίο, θα πω ότι μου άρεσε πολύ που βασίστηκε στη θρησκεία το δυστοπικό μέλλον που έβαλε στο χαρτί η συγγραφέας. Καταλαβαίνω την ανάγκη της να προκαλέσει και παράλληλα να δείξει πως μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει κάτι τόσο οικείο και καλόβουλο, ώστε να πραγματοποιήσει κακούς σκοπούς. Δεν είμαι σίγουρη πως ακριβώς εξελίχθηκαν κάποια γεγονότα όμως καταλαβαίνω πως η συγγραφέας προσπάθησε να στηρίξει την επανάσταση των «καλών ανθρώπων» και ίσως λίγο εκβίασε το τέλος προς όφελός τους. Από ένα σημείο και μετά, όλα σχεδόν πηγαίνουν κατ΄ ευχήν, κάτι που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Και πάλι όμως, αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για μυθοπλασία, μπορεί να μην τον ενοχλήσει.
Με λίγα λόγια, διαβάστε το! Αξίζει!
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Christina Dalcher είναι συγγραφέας και γλωσσολόγος με ειδίκευση στη φωνητική διακύμανση της αγγλικής και της ιταλικής γλώσσας. Ζει στον Αμερικανικό Νότο και έχει διδάξει σε πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας και των
Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Μη μιλάς (2018), έχει ήδη μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες.