«Πώς να σκοτώσεις την οικογένειά σου» από την Bella Mackie #BookReview

Γράφει η Γεωργία Κωστοπούλου

 

Οι εκδόσεις Διόπτρα μας φέρνουν τα πιο απίθανα βιβλία τελευταία, ένα από τα οποία είναι και το συγκεκριμένο. Περίεργος ο τίτλος του και μπορεί να σας κοιτάξουν και λίγο επιφυλακτικά τα μέλη της οικογένειάς σας, όμως σίγουρα δεν πρόκειται για έναν οδηγό φόνων ή κάτι τέτοιο. Οπότε, αν σκοπός σας είναι να ξεκληρίσετε την οικογένειά σας, τότε αυτό το βιβλίο δεν είναι για εσάς. Αν πάλι θέλετε να διαβάσετε ένα βιβλίο εκδίκησης, τότε βάλτε το στο καλάθι, πάρ’ τε το μαζί σας στην παραλία, το πάρκο, τον καναπέ, ή όπου αλλού περνάτε τις μέρες σας τελευταία.

Η Γκρέις Μπέρναρντ, είναι μια κοπέλα που μεγάλωσε με τη μητέρα της, μέχρι που την έχασε κι αυτή. Η παιδική της ηλικία ήταν δύσκολη, μιας και τους έλειπαν πολλά, παρ’ όλο που η μητέρα της δούλευε όσο πιο πολύ μπορούσε. Ο πατέρας της Γκρέις ήταν απών. Από ότι της είχε πει η μητέρα της, όταν η Γκρέις την πίεσε πολύ να μάθει γιατί δεν έχει έναν πατέρα όπως και τα άλλα παιδιά, η δουλειά του ήταν πολύ σημαντική και ταξίδευε συνέχεια και έτσι δεν μπορούσε να είναι κοντά τους. Όμως η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Για τον πατέρα της Γκρέις, όλο αυτό δεν ήταν παρά μια απλή ερωτική περιπέτεια η οποία έληξε άδοξα, μιας και ο ίδιος ήταν παντρεμένος με παιδί, κάτι που φυσικά δεν έκανε τον κόπο να πει στη μητέρα της Γκρέις εξαρχής, αλλά και γιατί ο ίδιος δεν είχε σκοπό να αναγνωρίσει αυτό το παιδί. Ποτέ δεν το θέλησε.

Όλα αυτά η Γκρέις τα έμαθε αφού έχασε τη μητέρα της, στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών. Όταν έμαθε πως οι παππούδες της αρνήθηκαν να έχουν οποιαδήποτε σχέση μαζί της, το ίδιο και ο πατέρας της, η Γκρέις αποφάσισε να εκδικηθεί για όλα όσα τράβηξε η μητέρα της από εκείνον και την οικογένειά του, αλλά και για την ίδια. Δεν ήταν μια υγιής απόφαση, όμως εκείνη την έκανε αυτοσκοπό της και όσο τα χρόνια περνούσαν, η δίψα για εκδίκηση τρεφόταν και μεγάλωνε, αντί να αποδυναμώνεται. Όλες της οι κινήσεις, όλες της οι αποφάσεις σε σχέση με την επαγγελματική της ζωή και την εκπαίδευσή της, έγιναν με γνώμονα την εκδίκηση. Μέχρι που έβαλε σε λειτουργία το σχέδιό της και άρχισε να το κάνει πράξη. Τώρα η Γκρέις βρίσκεται στη φυλακή Λάιμχαους για ένα έγκλημα που δεν έκανε, και αποφασίζει να γράψει σε ένα ιδιότυπο ημερολόγιο την εμπειρία της για το πώς και γιατί σκότωσε έξι ανθρώπους από την οικογένεια του πατέρα της.

Το βιβλίο διακατέχεται από αυτό που λέμε female rage, την (καταπιεσμένη) οργή των γυναικών, για όλα τα δεινά που έχουν υποστεί και που, δυστυχώς, συνεχίζουν να τους συμβαίνουν. Μιλάει για τους προνομιούχους πλούσιους λευκούς άντρες που μπορούν να κάνουν ό,τι θελήσουν χωρίς να κοπιάσουν ιδιαίτερα, χωρίς να πρέπει να δικαιολογήσουν κάποια τους απόφαση και χωρίς να πρέπει να υποστηρίξουν με επιχειρήματα επί επιχειρημάτων οποιαδήποτε πρότασή τους. Μιλάει για τους άντρες που απροκάλυπτα κοροϊδεύουν νεαρές γυναίκες και τις εκμεταλλεύονται με σκοπό τη δική τους απόλαυση, μόνο και μόνο για να τις παραπετάξουν μετά αν τις βαρεθούν ή να τυχόν μείνουν έγκυες, λες και είναι κάτι που το παθαίνουν από μόνες τους οι γυναίκες και οι ίδιοι δεν έχουν καμία συμμετοχή. Μιλάει για τον συσσωρευμένο πλούτο σε λίγους και εκλεκτούς. Μιλάει για τους έχοντες και τους προνομιούχους που δήθεν είναι κοντά στον απλό λαό, κοντά στους φτωχούς και όχι τόσο προνομιούχους, που προσπαθούν τόσο πολύ να δείξουν μια τόσο διαφορετική εικόνα από αυτή που θα ζωγράφιζε η πραγματικότητα για εκείνους.

Όμως και η ηρωίδα του βιβλίου, η ίδια η Γκρέις, δεν είναι ούτε ο πιο εύκολος άνθρωπος, ούτε ο πιο καλός, ούτε κάποιος που θα συμπαθήσεις με την πρώτη ματιά. Είναι από τη φύση της πολύ δύσκολη, δε συμπαθεί τους ανθρώπους, με το ζόρι τους ανέχεται και για κάποιο λόγο, πιστεύει ότι είναι πολύ καλύτερη, πολύ πιο έξυπνη από τους γύρω της. Με λίγα λόγια διακατέχεται από σνομπισμό και από μερικά ακόμα χαρακτηριστικά για τα οποία κατηγορεί τους άλλους. Πέρα από αυτό όμως, δεν είναι εύκολο να συμφωνήσεις μαζί της και με όσα κάνει. Μια υπόσχεση εκδίκησης που πήρες σαν παιδί, δεν είναι κάτι στο οποίο μένει κάποιος κολλημένος ακόμα κι όταν ενηλικιωθεί. Ούτε αρχίζει να σκορπάει το θάνατο χωρίς να έχει έστω κάποιο ξεκάθαρο σχέδιο. Όλα της ήρθαν πολύ βολικά, μέχρι που δεν ήταν τόσο. Ήταν πολύ σίγουρη για τον εαυτό της και έγινε απρόσεκτη. Αλλά γι’ αυτό δε θα πω περισσότερα, καλύτερα να το διαβάσετε οι ίδιοι.

Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια μαύρη φαρσοκωμωδία, μιας και έχει πολλά στοιχεία που ταιριάζουν στο είδος. Το αναπάντεχο τέλος δεν ξέρω αν το έβλεπε κανείς να έρχεται, όμως σίγουρα δε θα έβγαινε κάτι καλό από το παιδιάστικο λάθος της να κάνει κάτι που γνώριζε πολύ καλά πως δε θα μπορούσε να μείνει κρυφό για πολύ. Είτε συμφωνεί κάποιος μαζί της, είτε όχι, δε θα μπορεί να σταματήσει την ανάγνωση της παράξενης αυτής ιστορίας.

 

Εκδόσεις Διόπτρα

 

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:

H Bella Mackie είναι πρώην δημοσιογράφος και στο παρελθόν εργάστηκε στον Guardian και στο Vice News. Γράφει μια στήλη στη Vogue δύο φορές τον μήνα. Το πρώτο της βιβλίο, Jog On, ήταν ένα ημερολόγιο με αναμνήσεις για την ψυχική υγεία και το τρέξιμο. Ήταν το νούμερο δύο best seller (ακριβώς κάτω από τη Michelle Obama, πραγματικά τιμητική θέση). Από τότε έχει γράψει ένα συνοδευτικό ημερολόγιο για να ενθαρρύνει τον κόσμο να ασκεί περισσότερο το μυαλό του παρά το σώμα του. Η πρώτη της απόπειρα για μυθοπλασία ήταν το βιβλίο Πώς να σκοτώσεις την οικογένειά σου, το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2021 και κατέληξε επίσης στη δεύτερη θέση των best sellers. Αυτή τη στιγμή γράφει ένα νέο μυθιστόρημα, που ελπίζει να κυκλοφορήσει το 2023. Ζει στο Λονδίνο και περνάει πολύ χρόνο προσπαθώντας να φέρει βόλτα το πελώριο χαζόσκυλό της. Εάν το νέο της βιβλίο δεν κυκλοφορήσει μέσα στο 2023, θα φταίει αυτό.

 

Leave a Reply / Αφήστε ένα σχόλιο

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.